«ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ…»
Του Πρωτ. Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη
Μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα της «μιᾶς Σαββάτων» οι Πατριάρχες, οι Επίσκοποι κι οι ταπεινοί Ιερείς ανά την οικουμένη σε πόλεις και σε χωριά, στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, φορώντας τα λευκά τους άμφια και κρατώντας την αναμμένη λαμπάδα από το ακοίμητο καντήλι του ιερού Βήματος, θα βγουν στην Ωραία Πύλη του Ναού και θα καλέσουν τους πιστούς: «Δεῦτε, λάβετε φῶς, ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός»! Και οι πιστοί θα προσέλθουν να ανάψουν τη λαμπαδίτσα τους και να μεταφέρουν το ανέσπερον φως της Αναστάσεως στο σπίτι τους και στην καρδιά τους!
Η παλιά συνήθεια ήθελε τη νοικοκυρά να φέρει αυτή πρώτη το φως της Ανάστασης στο σπίτι και με το αναμμένο κερί να σφραγίσει την είσοδο του σπιτιού με το σημάδι του σταυρού, για να μποδίζει κάθε κακό να μπει μέσα και να ταράξει τη γαλήνη που έφερνε στο σπίτι ο αναστημένος Χριστός. Κι ύστερα θα ανάψει το καντήλι και τη φωτιά για να ψήσει το πρώτο λιτό αναστάσιμο φαγητό και να τσουγκρίσουν όλα τα μέλη της οικογένειας το λαμπριάτικο κόκκινο αυγό και να φάνε το μοσχομυριστό σκαλτσούνι. Η γυναίκα είναι η πρώτη που έφερε το λαμπριάτικο μήνυμα της Ανάστασης στον κόσμο και η «από θέας ευαγγελίστρια» του καινού μηνύματος «της θείας ευφροσύνης».
Και μέσα σε όλα αυτά προτεραιότητα είχε το φιλί της Αγάπης. Οι γκρίνιες και τα μαλώματα μέσα στη χριστιανική οικογένεια δεν έχουν θέση. Στην οικογένεια που είναι σύνοικος ο Χριστός τα πάντα είναι φωτεινά κι αγαπημένα. Μπορεί να περνάει κι αυτή τους Γολγοθάδες και τα μικρομαλώματα που δεν λείπουν, αλλά πάντα υπάρχει το ξέφωτο της χαράς και της Ανάστασης. «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ άναστάσει»! Τα παιδιά θα φιλήσουν το χέρι του παππού και της γιαγιάς, του πατέρα και της μάνας και οι γονείς θα ασπασθούν τα παιδιά στο μέτωπο δείγμα συγχώρεσης και αρχή μιας νέας αναστημένης ζωής. Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι χριστιανοί έδιναν το φιλί στόμα με στόμα∙ μ’ αργότερα σαν πονήρεψαν οι άνθρωποι κατέληξαν σε μια απλή χειραψία ή ένα στανικό ψευτοφίλημα, αν και πολλές φορές είναι επιφανειακό και ψεύτικο σαν το φιλί του Ιούδα. Τώρα έσβησαν σιγά – σιγά όλοι αυτοί οι πανάρχαιοι συμβολισμοί, που κρατούσαν και διαιώνιζαν κάποιες ωραίες παραδόσεις συντροφικότητας, αλληλοσεβασμού και αρχοντιάς. Όλα φτήνυναν στην εποχή μας. Ακόμη και ο χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη – Ἀληθῶς Ἀνέστη», που κρατούσε από την Ανάσταση ως τον εσπερινό της Αναλήψεως, αντικαταστάθηκε κι αυτός και ξεθώριασε με τους καθημερινούς κατά συνθήκη αναμεμειγμένους με ξενόφερτους «μπάϊ – μπάϊ» χαιρετισμούς. Και η γυναίκα, που αυτή ήταν η ζωντανή αναστημένη παρουσία, το πραγματικό φως της οικογένειας, η φωτεινή λαμπάδα του σπιτιού, σιγοσβήνει κι εκείνη από τον επάρατο μιμητισμό νέων τρόπων και μεθόδων διαβιώσεως και φωτισμού, δηλαδή σκοταδισμού, που προσπαθεί να αντικαταστήσει το ανέσπερον φως της Ανάστασης, που μυροφόρα και λαμπαδοδρομούσα ήταν η γυναίκα.
Έτσι, σιγά – σιγά όλοι αυτοί οι μεγαλειώδεις συμβολισμοί σβήνουν και χάνονται μέσα στο σκοτάδι της συγχύσεως και του εκμοντερνισμού των πάντων που αλλοιώνει και αμαυρώνει τα πάντα. Μα πάντα θα μένει ζωντανό και αμετάβλητο το μήνυμα του «ανεσπέρου Φωτός» και θα ’ναι πάντοτε επίκαιρο για να θυμίζει στον φθαρτό και παροδικό κόσμο μας το φως εκείνο που είναι πάνω και πέρα από τα εγκόσμια φώτα της καθημερινής μας ζωής, και μας οδηγεί άσφαλτα στο επέκεινα του παρόντος κόσμου, στην ασύνορη και άφθαρτη αιωνιότητα.
«Και είναι κρίμα», επισημαίνει ο αείμνηστος Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος, «που οι άνθρωποι της Ελκκλησίας λησμόνησαν πολλές φορές, πως η χειρονομία τους αυτή να παίρνουν τη νύχτα του Πάσχα το φως από την Εκκλησία και να το δίδουν στο σώμα των πιστών έπρεπε να προεκταθεί και πέρα κι έξω από τους τέσσερις τοίχους του Ναού μας. Και είναι κρίμα ακόμη που κι ο ίδιος ο λαός της Εκκλησίας λησμόνησε πως το φως αυτό δεν είναι μόνο για το καντήλι και το φαγητό του Πάσχα, αλλά είναι για όλη τη ζωή και τον πολιτισμό της. Μένει όμως για πάντα ωραίος και ζωντανός ο μεγάλος αυτός συμβολισμός και μπορεί κάθε φορά να συγκινεί την καρδιά μας και να υπενθυμίζει το χρέος μας».
Δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια η Εκκλησία του Χριστού βγήκε στα τρίστρατα του κόσμου και μοιάζει το Φως. Το Φως που ξεπήδησε μέσα από τον άδειο Τάφο, όπου ο Χριστός θριαμβευτής και τροπαιούχος νίκησε το σκοτάδι και τον θάνατον και «τον το κράτος έχοντα, τουτέστιν τον διάβολον». Όλος ο κόσμος της προχριστιανικής αρχαιότητας ήταν σκοτεινός, βουτηγμένος στο σκοτάδι της άγνοιας, και μόνο μερικά χαρισματούχα πνεύματα μιλούσαν για το ερχόμενον φως, τον «ήλιο της δικαιοσύνης».
Και από τότε, που «τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τον κόσμον»,(Ἰωάν.3.19), η Εκκλησία καλεί όλη την ανθρωπότητα να έρθει να πάρει Φως. «Δεῦτε, λάβετε φῶς» για να φωτίσετε τις καρδιές σας, το σπίτι σας, τα σχολειά και τα πανεπιστήμιά σας, τα κοινοβούλια και τις αγορές και τον δρόμο της δικαιοσύνης και της αλήθειας, για να βαδίσει άσφαλτα ο λαός που σας εμπιστεύθηκε ο Θεός!