Θεολογικό, ἑορτολογικό καί λειτουργικό σχόλιο στήν ἑορτή τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως.
Ἰωάννου Κανιολάκη, Θεολόγου,
Δ/ντοῦ 3ου Γυμνασίου Ρεθύμνου.
Α. Ἑορτολογικά. Προλογικό.
Ἡ Ἐκκλησία μας παράλληλα μέ τόν κύκλο τῶν κινητῶν ἑορτῶν πού ἔχουν ὡς κέντρο τό Πάσχα ἒχει συνθέσει καί τόν κύκλο τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν πού ἒχουν ὡς κέντρο τους τά Χριστούγεννα. Καί οἱ δυό κύκλοι συνθέτουν τόν ἐτήσιο κύκλο τῆς λειτουργίας τοῦ χρόνου. Οἱ κινητές ἑορτές εἶναι κυρίως οἱ ἑορτές τῆς ἐσχατολογικῆς ἀνάβασης τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἒξοδος ἀπό τόν κόσμο τοῦτο καί ἡ ἀνάβαση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡστόσο οἱ ἀκίνητες ἑορτές ἑορτάζουν τήν εἲσοδο, τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο πού συντελέσθηκε μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας ζεῖ τό μυστήριό της, ὂχι μονάχα σάν μιά πορεία ἐσχατολογική, πορεία ἐξόδου ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἀλλά ταυτόχρονα καί σάν χαρούμενη βίωση τῆς Βασιλείας πού ἢδη ἦλθε με τό Χριστό. Τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν τήν προσμένουμε ἁπλῶς, ἀλλά ἢδη τή γευόμαστε τήν παρουσία της, γιατί μᾶς τή χάρισε ὁ ἲδιος ὁ Χριστός, ἀπό τήν Ἃγια κιόλας ἐκείνη νύκτα τῆς Γεννήσεως.
Στή βάση, λοιπόν, τοῦ ἐτήσιου κύκλου τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν βρίσκεται ἡ ἑορτή τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Στή συνέχεια μέ βάση αὐτήν σχηματίζεται ὁ ἑόρτιος κύκλος τῆς Ἐνανθρωπήσεως πού ξεκινάει σαράντα ἡμέρες πρίν τά Χριστούγεννα καί τελειώνει σαράντα ἡμέρες μετά, ἀκολουθώντας τόν κύκλο τῶν κινητῶν ἑορτῶν. Στόν ἑόρτιο κύκλο τῆς Ἐνανθρωπήσεως προστίθενται καί οἱ δυό μεγάλες ἑορτές τῆς Περιτομῆς καί τῆς Ὑπαπαντῆς.
Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τό κέντρο τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἱστορικά, μέχρι τό 4ο αἰ. τά Χριστούγεννα ἑορτάζονταν μαζί μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου ὡς μία κοινή ἑορτή μέ τό ὂνομα Ἐπιφάνεια. Ἡ ἀνάγκη προσηλυτισμοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν στή χριστιανική πίστη, πού ἑόρταζαν στίς 25 Δεκεμβρίου τήν ἑορτή τοῦ Ἣλιου, συνέβαλλε κατά πολύ στό νά διαχωρισθοῦν οἱ ἑορτές αὐτές. Στίς 25 Δεκεμβρίου δέν γεννᾶται πιά ὁ φυσικός ἣλιος ἀλλά ὁ νοητός Ἣλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστός.
Ἡ λειτουργιή διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς μοιάζει μέ αὐτή τοῦ Πάσχα πού πολύ πρίν εἶχε καθιερωθεῖ. Ἢδη σαράντα ἡμέρες πρίν ἀρχίζει ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Στίς ὀρθρινές Ἀκολουθίες ψάλλονται οἱ Καταβασίες τῆς ἑορτῆς. Ἡ ἑβδομάδα πρίν τά Χριστούγεννα μοιάζει άπως μέ τή Μεγ. Ἑβδομάδα τοῦ Πάσχα. Μᾶς τό βεβαώνουν αὐτό οἱ Ἀκολουθίες τῶν Μεγ. Ὡρῶν καθώς καί τῆς ἑσπερινῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγ. Βασιλείου, κατά τό πρότυπο τῆς Μεγ. Παρασκευῆς καί τοῦ Μεγ. Σαββάου. Πρίν τά Χριστούγεννα ὑπάρχουν καί δυό Κυριακές προεόρτιες. Ἡ Κυριακή τῶν Προπατόρων καί ἡ Κυριακή πρίν τήν Γέννηση. Ἡ λειτουργική μίμηση τοῦ Πάσχα συνεχίζεται καί μετά τά Χριστούγεννα. Γιά μιά ἑβδομάδα κυριαρχεῖ τό μεθεόρτιο στοιχεῖο. Τήν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς, ἑορτάζεται ἡ Σύναξη τῆς Θετόκου. Τήν ἑπομένη ἐπίσης Κυριακή πού λέγεται ἑορτή μετά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζεται ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ, ὁ πρῶτος ἀψευδής μάρτυρας τῆς Γεννήσεως κατά ό πρότυπο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων. Ὀκτώ ἡμέρες μετά τή Γέννηση ἑορτάζεται ἡ Περιτομή τοῦ Κυρίου γιά νά ἐπιβεβαιωθεί ἐπίσημα ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί νά διατρανωθεῖ ὁ εἰκονισμός τῆς Ὀγδόης Ἡμέρας πού εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ μετά τό Πάσχα. Ὁ ἑόρτιος κύκλος τῆς Ἐνανθρωπήσεως κλείνει λειτουργικά μέ τήν ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς. Τέλος, πρέπει νά σημειωθεῖ, πώς στήν ἀρχαία μας Ἐκκλησία ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἀποτέλεσε γρήγορα μιά βαπτισματική ἑορτή. Δηλ. ἐξ αἰτίας τῆς αὒξησης τῶν προσερχομένων στό Βάπτσμα, καθιερώθηκε τό Βάπτισμα νά τελεῖται ὂχι μόνο τό Μέγα Σάββατο ἀλλά καί τά Χριστούγεννα. Τοῦτο ἐνισχύσει ἀκόμα περισσότερο τό γεγονός τῆς λειτουργικῆς μίμησης τῆς πασχάλιας περιόδου ἀπό τόν ἑόρτιο κύκλο τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Β. Τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Θεολογικά.
Ὃταν διαμορφώθηκε ἡ ἑορτή τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, αὐτό πού ἀπασχολοῦσε τήν Ἑκκλησία, δέν ἦταν ὁ ἱστορικός της προσδιορισμός ἀλλά κυρίως ἡ διατύπωση καί ἡ διακήρυξη τῆς ἀλήθειάς της. Ὁ Χριστός γιά τήν Ἐκκλησία μας ἦταν καί εἶναι ὁ Ἐνανθρωπήσας λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἲδιος ὁ Θεός πού ἀπό θεϊκή σγκατάβαση γίνεται ἂνθρωπος. Ἡ πίστη αὐτή ἀπειλεῖται ἀπό τήν αἳρεση τοῦ Ἀρείου. Στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας ἡ Ἐκκλησία ἐπίσημα πιά διατυπώνει τήν πίστη της γιά τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως γίνεται πιά ἡ χαρούμενη ἑορτή πού διακυρύσσει τό Μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως, εἶναι ἡ νίκη τοῆ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐπάνω στά σκοτάδια τοῦ κόσμου τούτου καί ἀποτελεῖ τό σημεῖο πού ἐξαγγέλει τή νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς αἳρεσης τοῦ Ἀρείου.
Ἔκτοτε, κάθε Χριστούγεννα, ‘Σήμερον’ καί ‘εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων’ ἑορτάζουμε ὅ,τι συνέβη τότε, ‘τῷ καιρῷ ἐκείνῳ’ στή Βηθλεέμ: Τή Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἑορτάσουμε τή μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, τό ὑπερεόρτιο μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ‘τῷ καιρῷ ἐκείνῳ’ ἀλλά καί ‘σήμερον’ καί ‘εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων', προωθεῖ τό προαιώνιο καί αἰώνιο σχέδιό Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου: Σαρκώνεται ὁ Υἱός Τοῦ ‘ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου’. Ὁ Υἱός καί Λόγος εἰσέρχεται στήν ἱστορία, ‘φύσει γενόμενος ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς’. Ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ εἶναι ὁ Σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός συγκαταβαίνει ὡς Θεάνθρωπος, προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση, ὅλα τά σχήματα τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας, ἐντάσσεται σέ ἕνα λαό, μιλάει τή γλώσσα τῶν ἀνθρώπων, ζεῖ καί ἀνήκει σέ μιά ἀνθρώπινη οἰκογένεια, ἔχει συγγενεῖς καί φίλους, ἔχει ἐπάγγελμα, εἶναι πολίτης τοῦ κράτους τοῦ ἰουδαϊκοῦ καί μιᾶς παντοδύναμης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, συγκρούεται μέ τίς πολιτικές καί θρησκευτικές δυνάμεις καί ἐξουσίες, κηρύττει τή καινούργια Βασιλεία τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, πεθαίνει καί ἀναστήνεται γιά τή Βασιλεία αὐτή καί γιά τό λαό Του, ἀναλαμβάνει μεταμορφωμένο καί θεωμένο τό κτιστό στό θρόνο τοῦ Θεοΰ καί Πατέρα. Μέ ὅλα τοῦτα γίνεται φανερό πώς ὁ Θεός, ὁ Θεάνθρωπος καί Λόγος ἀποδέχεται καί καταφάσκει τήν ἀνθρώπινη ἱστορία, τήν προσλαμβάνει γιά νά τή μεταμορφώσει. Ὁ Λόγος εἰσερχόμενος στήν ἱστορία ἐγκαινιάζει ἕνα νέο ἦθος ζωῆς γιά τόν κόσμο, καινές ἀνθρώπινες σχέσεις, καινά κριτήρια ἀξιολόγησης τοῦ καθημερινοῦ βίου καί τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ σήμανε τήν ὕψιστη πράξη κατοχύρωσης τῆς ἀξίας καί ἱερότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνταποκριθεῖ στή κλήση τοῦ Θεοῦ, στό κατά φύσιν προορισμό του. Ὁ Θεός προσφέρεται ὄχι ὡς Διδάσκαλος τῆς ἠθικῆς, ἀλλά προσφέρει τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του στόν ἄνθρωπο γιά νά συγκροτηθεῖ κατά χάριν τό Θεανθρώπινο πρόσωπό Του, νά συσταθεῖ ἡ καινή κτίσις τοῦ Θεοῦ.
Μέ τή Γέννηση τοῦ Κυρίου πραγματοποιοῦνται οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καί οἱ ὁραματισμοί τῶν προφητῶν. «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσιν τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». (Μάτθ. Α΄, 23). Ὄντως πλέον ὁ Θεός εἶναι μέ τό λαό Του. «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ. Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ».(Ἰωάν. Α΄, 14, 11-12). «Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι ἡ ἐνυπόστατη καθολική ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια γιά τό Θεό καί ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο... Εἶναι ὁ πλήρης καί ἀληθινός Θεός, ὁ ἑνωμένος μέ τήν Ἁγία Τριάδα καί ὁ πλήρης καί ἀληθινός ἄνθρωπος, ὁ ἑνωμένος μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού ἀποτελοῦν τό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία….. Ἡ Ἐνανθρώπηση εἶναι τό κεντρικό μυστήριο ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ δημιουργία καί ἡ σωτηρία, δλη ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό νόημα καί ὁ σκοπός τοῦ εἶναι καί τοῦ γίγνεσθαι ἀνακεφαλαιώνεται στό Θεάνθρωπο Χριστό, πού μέ τήν ἔνσαρκη παρουσία Τοῦ ἀποκάλυψε τή χριστολογική καί χριστοκεντρική ρίζα καί προοπτική κάθε πραγματικότητας καί ὁλόκληρης της πραγματικότητας»[1]. Μέ τήν Ἐνανθρώπηση ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος εἰσέρχονται πιά σέ κρίση ζωῆς καί θανάτου. Ὅλα πιά κρίνονται ἀπό τή θέληση καί τή δυνατότητά τους νά ἐνσωματωθοῦν, νά ἐγκεντρισθοῦν στό Θεανθρώπινο Σῶμα, νά ἀποκαλύψουν τό μυστήριό της προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης στό Θεανθρώπινο Σῶμα καί νά φανερωθεῖ ἔτσι ἡ πραγματικότητα τῆς προσλήψεως αὐτῆς στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ‘Τό ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῶ, τοῦτο καί σώζεται’, θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως ἀνήκει στήν προαιώνια βούληση τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα Στήν προοπτική τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀξία τῆς κτίσεως καί ὅλης τῆς Δημιουργίας συνοψίζεται καί ἀνακεφαλαιώνεται στό Χριστό, στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Στούς Πατέρες τό ‘ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία’, ὑποδηλώνει ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶναι τό προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐνανθρώπηση ὑπῆρχε στή βούληση τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό δέν θά μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ, ἄν δέν ὑπῆρχε τό συγκεκριμμένο πρόσωπο, στό ὁποῖο θά ἑνωνόταν ὑποστατικά ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ Ἐνανθρώπηση ἦταν τό τέλος τῆς Δημιουργίας. Ἡ κτίση ὅλη καί ὁ ἄνθρωπος ἔγιναν γιά τόν Θεάνθρωπο[2].
Ὁ Χριστός ἔρχεται ἀπό ἀγάπη, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία ὁρίζεται ἀπό τή Δημιουργική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα Ὁ Δημιουργός Θεός κινούμενος ἀπό ἀγάπη δημιουργεῖ καί τελειώνει αγαπητικά τή Δημουργία Του ἀποκαλύπτοντας τό σκοπό της πού εἶναι ἡ ἀγαπητική κοινωνία της μέ Αὐτόν, «..μέ τή σάρκωση Του ὁ Λόγος κυριολεκτικά ‘πάντα περιέλαβε καί ἐν ἑαυτῷ ἐνυπέστησεν', γινόμενος ‘τά πάντα ἐν πᾶσι αὐτός ὁ Θεός', ἀκριβῶς μέσω τῆς ἀληθινῆς καί πλήρους ἀνθρώπινης φύσεως πού προσέλαβε. Αὐτός ἦταν ἐξ ἀρχῆς ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ὁποῖον ἐξέπεσε, καί ἀποκαταστάθηκε ἐν Χριστῷ. Νά φτειάξει αὐτός ὁ ‘μικρόκοσμος' ἀπό τόν κόσμο ἕναν ‘μακροάνθρωπο' ἐνυποστασιασμένο στό Λόγο. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀγάπη του, ἐνοποιώντας τόν κόσμο καί προσάγοντάς τον κατά τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ σ' Αὐτόν, θά ἐξεπλήρωνε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὁδηγώντας τον στήν ἐσχατολογική πληρότητα"[3]. Τό ἀγαπητικό τοῦτο μυστήριο τῆς Δημιουργίας πραγματοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦ τελειότερου τῶν δημιουργημάτων, ἀνθρώπου. Στήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, τήν ‘ἐν σαρκί’ ἕνωση τοῦ ἄνθρωπου καί τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτη καί φανερώνεται πάντοτε ὡς ἀέναη θυσία καί αὐτοπροσφορά ἀγάπης. Κορυφαία ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου.
Ὁ Χριστός ἔρχεται ἀπό ἀγάπη γιά νά ἑνώσει ‘ἐν ἑαυτῷ' καί μέ τό Θεό τόν ἄνθρωπο. Ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη φύση καί διά τῆς ἀλληλοπεριχωρησεως τῆς Θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στό Πρόσωπό Του ἐνσαρκώνει καί πραγματοποιεῖ τό δημουργικό ἀγαπητικό Τριαδικό θέλημα τῆς κοινωνίας τοῦ κτιστοῦ μέ τό Ἄκτιστο. Στό πρόσωπο τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτεται ἡ Δημιουργία καί ὁ σκοπός της καί μάλιστα κατά τρόπο πραγματικό καί ἱστορικό. Ἡ ‘ἐν Χριστῷ' Θεανθρώπινη κοινωνία εἶναι τό μυστήριον καί ὁ σκοπός τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ἀποκαλύπτει καί χαρίζει τή Τριαδική ἀγάπη στό κόσμο, εἶναι διακήρυξη τῆς ἀπόλυτης ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Τριαδικό Θεό, πού πραγματοποιεῖται ‘ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίω Πνεύματι καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καινή κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωση μέ τό Χριστό, καί δι’ αὐτῆς ἡ ἕνωση μέ τόν Πατέρα. «Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἡ πρώτη πραγματικότης γιγνομένη ἐν τῆ Δημιουργία, δρᾶ ἐν χρόνῳ καί ἐν τόπω.Ἔχει πλήρως τούς χαρακτήρας τοῦ αἰτίου τῆς Δημιουργίας- τῆς ἀγάπης - τοῦ κατ' ἐξοχήν στοιχείου αὐτῆς - τῆς σαρκός- καί τῆς κοινωνίας τῶν δυό εἰς τόν τέλειον βαθμόν ὑπ' Ἐκείνου, ὁ ὁποιος μόνον ἔχει τήν δυνατότητα ταύτην, ἤτοι ὑπό του ἐνσαρκωθέντος δημιουργικοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ...Ὁ Χριστός, κατά ταῦτα, εἶναι διά τήν Κ. Διαθήκην ἡ ἕνωσις, ἡ συμπερίληψις πάσης κινήσεως πρός γνῶσιν, ἀπό τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐν ἀγάπῃ ἀρχομένης καί ἐν Ἐαυτῷ μέσῳ τῆς διά τοῦ Σταυροῦ σωτηρίας καί τῆς Ἀναστάσεως τελειουμένης καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν ἑνί ἑκάστῳ ἡμῶν πραγματοποιούμενης»[4].
Γ. Ἐνανθρώπηση και Εὐχαριστία. Λειτουργικά.
Ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα γεγονός καί μυστήριο διπλό: Στό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως ὁ Θεός προσλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἀφ' ἐνός καί ἀφ' ἑτέρου ὁ ἄνθρωπος προσλαμβανόμενος ἀπό τό Θεό ζεῖ τή Θεία ζωή Του. Ἡ Σάρκωοη εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἴσοδός του στήν ἱστορία Στό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως ὁ ἀπρόσιτος καί ἀόρατος στόν κτιστό κόσμο Θεός ἀποκαλύπτεται καί ἡ ἄπειρη φιλανθρωπία καί ἀγάπη Τοῦ σπάζει τίς ἀποστάσεις μέ τό κτιστό, γεφυρώνει τήν ὀντολογική ἀπόσταση καί πραγματοποιεῖ τήν ἀρχέγονη ἐπιθυμία Του πού εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ κτιστοῦ ἐν Αὐτῷ. Καί αὐτό τό ἐργάζεται μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπό ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Λόγο. Ὁ Λόγος φορεῖ τήν ἀνθρώπινη σάρκα πού τοῦ χάρισε ἐξ ὀνόματος τοῦ κόσμου ἡ Παρθένος, γίνεται ὁρατός καί προσιτός ἀπό τά κτίσματά Του. Ἡ σάρκα τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτει τό Θεό στόν κόσμο καί μεταδίδει σ’ αὐτόν τή Θεία ζωή Του. Καί προσλαμβάνοντας ὁ Θεός τήν ἀνθρώπινη σάρκα τήν ὑψώνει σέ κατοικία - ναό τοῦ Θεοῦ καί σέ Θεία σάρκα, τή θεώνει. Σάρκα στήν ἑβραϊκή γλώσσα σημαίνει ὄχι μονάχα τό σῶμα, ἀλλά ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὁ Λόγος δέν προσλαμβάνει μονάχα τό ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλά ὅλο τόν ἄνθρωπο. Στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνωνόμαστε πραγματικά μέ τό Θεό. Ἡ Ἐκκλησία θά γράψει ὁ Φλωρόφσκυ, «εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στή γῆ. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εὐλογημένης Του παρουσίας, ἡ ἐνοίκηση Του μέσα στό κόσμο... Στήν Ἐκκλησία, στό θεανθρώπινό της ὀργανισμό, πραγματώνεται συνεχῶς τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως, τό μυστήριο τῶν ἀδιάλυτα ἑνωμένων δυό φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης, ἡ πληρότητα τῆς ἀποκαλύψεως, μιᾶς ἀποκαλύψεως ὄχι μόνο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἀνθρώπου»[5].
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅπως ὁ Χριστός, ἡ ἀσύγχυτη ἕνωση τοῦ Θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου ἡ ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ μέ τό Ἄκτιστο. Στόν τόπο τῆς Ἐκκλησίας συντελοῦνται οἱ μυστικοί Γάμοι τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἀγαπημένο λαό Του, μέ ὅλη Του τή Δημιουργία Αὐτή ἡ ἕνωση εἶναι ἡ προαιώνια ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία ἔγινε γιά νά χαρεῖ τή κοινωνία μέ τό Θεό, καί ὁ μικρόκοσμος ἄνθρωπος κλήθηκε νά πραγματοποιήσει αὐτή τή κοινωνία Ὁ ἄνθρωπος δημιουργημένος κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχει κληθεῖ νά τείνει πρός τήν Εἰκόνα - τό Χριστό πού εἶναι ἡ Εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, νά ἑνωθεῖ δηλαδή ὑποστατικά μέ τό Θεό καί Λόγο γιά νά γίνει τελικά μέσα στήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κατά χάριν ὅμοιός Του, κατά χάριν εἰκόνα Του, δηλαδή νά θεωθεί κατά χάριν. Τούτη ἡ ἐσχατολογική ὅδευση πραγματοποιεῖται μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ παρατεινόμενου στούς αἰῶνες Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ τόπος τῆς ἀέναης προσλήψεως τοῦ κτιστοῦ ὑπό τοῦ Ἀκτίστου. Εἶναι ὁ τρόπος καί ὁ τόπος τῆς συγκαταβαίνουσας καί ἀποκαλυπτόμενης ἀγάπης καί φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐλεύθερης ἀγαπητικῆς ἀποδοχῆς καί αὐτοπαραδόσεως τοῦ κτιστοῦ στή Θεία ἀγάπη, ὁ τόπος τῆς δίψας καί τῆς πείνας τοῦ ἀναμενόμενου σωτήρα καί βασιλιά, τῆς ἐλεύθερης συγκατάθεσης τοῦ ἀνθρωπου στό Θεῖο θέλημα [6].
Ἡ Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ὁ λειτουργικός τόπος, ὅπου ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ξαναζεῖ τό θαῦμα τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, εἶναι ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς συναντήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τό Χριστό, τῆς διαρκοῦς ἀμοιβαίας ἐνοικήσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ λαοῦ Του. Ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται καί προσέρχεται γιά νά ἑνωθεῖ μυστικά στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά ἀποτελεστεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας λαμβάνουμε μέσα μας τό Χριστό. Στή πραγματικότητα ὅμως εἶναι ὁ Χριστός πού μας προσλαμβάνει καί μᾶς ἑνώνει στή Θεία Του σάρκα, μᾶς Χριστοποιεῖ καί μας Θεοποιεῖ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μέ τήν ὑποστατική ἕνωσή της μέ τή Θεία φύση, ζωοποιεῖται στήν Εὐχαριστία οἱ πιστοί ζωοποιοῦνται ἀπό τή κοινωνούμενη Θεότητα. Τό μυστήριο της Εὐχαριστίας δέν εἶναι μόνον ὁ τόπος τῆς συσταυρώσεως καί τῆς συναναστάσεως μέ τό Χριστό, δέν εἶναι μονάχα ὁ τόπος τοῦ σταυροαναστάσιμου ἀναβαπτισμοῦ μας στή ζωή Τοῦ εἶναι ὁ τόπος τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου μετά τοῦ Θείου, ὁ τόπος ὅπου ὄχι μονάχα τελεσιουργεῖται ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἐνανθρωπισθέντος Λόγου, ἀλλά καί ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς πραγμάτωσης τοῦ Χριστολογικοῦ μυστηρίου τῆς ἀσύγχυτης ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.[7].
Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς συνεχοῦς ἐνσωματώσεως τοῦ κτιστοῦ στό Κυριακό Σῶμα Ἡ Εὐχαριστιακή ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διηνεκής παρουσία τῆς ἱστορικῆς Του ἐνσαρκώσεως. Ὁ Χριστός μέ τό μυστήριό της ἐνυποστάσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ‘θεοπρεπῶς τά πάντα εἰς ἑαυτόν ἀνακεφαλαιώσατο'. Τό ἴδιο καί ὁ ἄνθρωπος προσχωρώντας στόν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ προσκομίζει σύμπασα την κτίση πρός ζωοποίηση μέσα στήν εὐχαριστιακή καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στήν Εὐχαριστία γίνεται συγκεκριμμένη ἡ ἀλλαγή τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς φύσεως τῶν ὄντων: ἡ κατά χάριν εἰσαγωγή της στόν τρόπο τῆς θείας τριαδικῆς προσωπικῆς κοινωνικῆς ὑπάρξεως, τήν ὁποίαν συγκροτεῖ ὁ Πατήρ, ἡ κατά χάριν εἰσαγωγή τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας διά τοῦ ἀνθρώπου στό μυστήριο τῆς Ἐνυποστάσεως στήν καινή κτίση τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὄντως εἶναι,....Κατά τίς βαθμίδες ὀντολογικῆς ἐνσωματώσεως στό ζῶν Σῶμα τοῦ Κυρίου ὅπου τό ἀνθρώπινο καί κοσμικό εἶναι, προσλαμβανόμενο μέσω τῶν εὐχαριστιακῶν ἐνσαρκώσεων στή θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου μεταμορφώνεται βαθμιαία, γίνεται δηλαδή Ἐκκλησία καί σώζεται διά τῆς Σαρκός καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ[8].
Ἡ Θεία Λειτουργία σύμφωνα με ὀρισμένους λειτουργικούς Πατέρες ( Θεόδωρος Ἀνδίδων, ψευδοΣωφρόνιος Ἱεροσολύμων κ.λ.π), στή τελετουργική της ἐπιτέλεση, ἀνακεφαλαιώνει τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ὁλόκληρη τήν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας πού συντελέσθηκε μ' αὐτή. Ἔτσι ἡ Λειτουργία ἀρχίζει ἀπό τήν ἁγία Πρόθεση πού λειτουργικά συμβολίζει τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ἡ Βηθλεέμ εἶναι ὁ τόπος τῆς ‘ἐν σαρκί' φανερώσεως τοῦ Θεοῦ καί γι' αὐτό ἡ λειτουργική φανέρωσή Του ἀρχίζει ἀπό τήν Πρόθεση. Ἐκεῖ προσκομίζουμε τόν ἄρτο -τά πρόσφορα πού εἶναι ἡ σάρκα τοῦ κόσμου, ἡ σάρκα τῆς Παρθένου Μαρίας γιά νά γεννηθεῖ ἐξ αὐτῆς, ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἄρτου ὁ οὐράνιος ἄρτος τῆς ζωῆς. Ὁ Διάκονος προετοιμάζοντας τά Δῶρα γιά τήν προσκομιδή συμβολίζει τόν Ἄγγελο πού ἀναγγέλλει στή Μαρία τό Χαῖρε καί τῆς γνωρίζει τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἱερέας στεκόμενος μπροστά στή Πρόθεση γιά νά ἑτοιμάσει τά Τίμια Δῶρα ἀπαγγέλει ὕμνους τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. ‘Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πάσιν ἡ Ἐδέμ...’. Ἡ Λειτουργική τελεσιουργία τῆς Ἐνσαρκώσεως θά συνοδευτεῖ μέ τά Ἀντίφωνα ἤ τά Τυπικά γιά νά δηλωθεῖ πώς ὁ ἐρχόμενος Κύριος εἶναι αὐτός πού ἀπό αἰῶνες ἔχει ἀναγγελθεῖ, καί θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τή ψαλμωδία τοῦ ‘Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ...' σέ συνδυασμό μέ τό Τρισάγιο Ὕμνο γιά νά δηλωθεῖ πώς ὁ σαρκούμενος καί ἐρχόμενος εἶναι ἕνας ‘τῆς Ἁγίας Τριάδος συνδοξαζόμενος τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι...'. Λίγο πρίν τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, κατά τή ψαλμωδία τοῦ Τρισάγιου Ὕμνου, ὁ Λειτουργός πλησιάζει εὐχόμενος καί δοξολογώντας, τήν Πρόθεση: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»
Ἡ Πρόθεση –κατά τή νεότερη ἁγιογραφική παράδοση- ἁγιογραφεῖται μέ τήν Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἁρμόζει στόν λειτουργικό συμβολισμό της, ἀλλά καί γιά τονισθεῖ μέ τήν Εἰκόνα ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐνανθρωπήσεως, σέ μιά μυστική ἐπανασυνάντηση τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς νίκης δηλαδή τῶν εἰκόνων καί ἐκείνου πού αὐτή ἑορτάζει καί οἰκουμενικά καί διαχρονικά διακηρύσσει: τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἐκεῖ στή Πρόθεση - Βηθλεέμ, ὅπου συγκατέβηκε ὁ Χριστός γιά νά συναντήσει τό κόσμο, ἐκεῖ, εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, στήν ἀέναη τελεσιουργία τῆς Εὐχαριστίας, ὁ κόσμος προσφέρει ἑαυτόν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ προσφέρει τό κόσμο καί τόν ἑαυτό του, - τό ψωμί καί τό κρασί - γιά νά ἑτοιμαθεῖ πρός ὑποδοχή τοῦ Θεοῦ, νά ἀποκαλυφθεῖ στό κτιστό κόσμο ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀκτίστου Θεοῦ, νά ἀναδειχθεῖ ἀπό ἐκεῖ ὁ Κύριος τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ‘ἐκ δεξιῶν καθέδρας', νά μεταμορφωθεῖ ὁ κτιστός κόσμος μέσα στήν ἀγάπη Του, σέ καινή κτίση ἐν Χριστῷ καί ἐν 'Αγίω Πνεύματι.
Δ. "Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός".' Ἐπιλογικό.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τή λατρεία της, μέ τά μυστήρια καί ἰδιαίτερα μέ τή Θεία Εὐχαριστία γίνεται ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς ἀέναης Ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς προσλήψεως τοῦ κτιστοῦ ἀπό τό Ἄκτιστο. Ἡ Ἐνανθρώπηση φανερώνει τό καινό τρόπο τῆς συνάντησης Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μιά συνάντησης πού τήν περιγράφει καί τήν ὁροθετεῖ ἡ συνέργια Θεοῦ καί ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας καί τῆς θέωσης. Ἀπό τό Θεό δίνεται ἡ καινούργια δυνατότητα καί ἡ χάρη γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στή θέωση. Ἀλλά τώρα ἀπαιτεῖται ἡ ἀπόλυτη ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προσωπική του θέληση νά προσφέρει ἐλεύθερα τόν ἑαυτό του στήν ἐπίτευξη καί τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς συνέργιας. Καί ὁ πλέον γνήσιος καί αὐθεντικός τόπος καί τρόπος γιά νά γίνουν καί νά τελεσφορήσουν ὅλα αὐτά, εἶναι τά μυστήρια της Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῶν μυστηρίων ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἐκεῖ ὅπου σωματοποιεῖται ἡ μυστική συνάντηση καί ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο[9].
Μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου νικῶνται ὁ θάνατος, ἡ φθορά καί ἡ ἁμαρτία, συντρίβεται τό παράλογο καί τό κακό καί ὅλα πιά μποροῦν νά ζήσουν σάν σέ μιά καινούργια κτίση, νά ζήσουν μιά καινή ζωή, μιά ζωή Θεανθρώπινη. Μέ τήν Ἐνανθρώπηση ὁ ἄνθρωπος προσοικιώνεται τή χάρη τῆς Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας καί πλέον προσκαλεῖται στόν ἀγώνα τῆς προσωπικῆς καρποφορίας. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται ὁ τόπος μιᾶς καινῆς πνευματικότητας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μέ τή ὑπακοή τοῦ στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό φανερώνεται στή καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐνσωματώνεται στό Κυριακό Σῶμα καί γίνεται πρόσωπο καθώς ἀπολαμβάνει ἐν ἀγάπῃ τήν κοινωνία μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.
[1] Μ. Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, σελ. 100.
[2] Ἱ. Βλάχου, Οἱ Δεσποτικές ἑορτές, σέλ. 43.
[3] Ν. Λουδοβίκου, Ἡ Εὐχαριστιακή ὀντολογια, σελ..206
[4] Σχετ. στό. Ν. Νησιώτη. Προλεγόμενα εἰς τήν θεολογική γνωσιολογίαν. σελ. 65- 56, 159-160
[5] π. Γ. Φλωρόφσκυ. Θέματα ὀρθοδόξου Θεολογίας, σελ. 191
16 Π. Νέλλα, Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὁ θεοκεντρικός ἀνθρωπισμός. Σύναξη 59./ 1996
[7] ἀρχ. Χρ. Σταυροπούλου, Κοινωνοί Θείας φύσεως, σελ 77-90.
[8] Ν. Λουδοβίκου, Ἡ Εὐχαριστιακή ὀντολογία, σελ. 120, 276, 278, 274.
[9] σχέτ. Γ. Πατρώνου, Ἡ Θέωση τοῦ ἀνθρώπου, σελ. 115-122.