ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ - THEOLOGOI-KRITIS.SCH.GR

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς
Αρχική Αρθρογραφία Η υποχρεωτικότητα του μαθήματος των θρησκευτκών

Η υποχρεωτικότητα του μαθήματος των θρησκευτκών

E-mail Εκτύπωση

Θρησκευτική ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα.

Η γνωσιολογική και εκπαιδευτική υποχρεωτικότητα του μαθήματος των θρησκευτικών.


Θα προσπαθήσω, όσο πιο σύντομα γίνεται, να καταδείξω την αναγκαιότητα του μαθήματος των θρησκευτικών, ως υποχρεωτικού στο πλαίσιο των μαθημάτων Γενικής Παιδείας, αλλά και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αυτό μπορεί να συμβεί. Θεωρώ απαραίτητο, εξ αρχής, να υπογραμμισθεί ότι αυτή η υποχρεωτικότητα περνά μέσα από την αναγκαιότητα της αλλαγής του γνωστικού περιεχομένου του μαθήματος από ομολογιακό σε διαομολογιακό, διαθρησκευτικό και διαπολιτισμικό. Θα αναλύσω τα κοινωνιολογικά και πολιτισμικά δεδομένα, τα θεσμικά προβλήματα του μαθήματος, τις εκπαιδευτικές υποχρεώσεις του μαθήματος και θα καταλήξω εν συντομία σε συγκεκριμένα παραδείγματα.

Αυτονόητο θεωρώ το γεγονός ότι οποιαδήποτε συζήτηση με τις επιτροπές παιδείας για το Λύκειο και  την υποχρεωτικότητα θα πρέπει να αποδεικνύει ότι είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε, επί τη βάση των προηγουμένων χαρακτηριστικών, που ανέφερα. Οποιαδήποτε εμμονή σε ένα μάθημα Θρησκευτικών με απόλυτο ομολογιακό χαρακτήρα και ταυτισμένο με αντιλήψεις εκκλησιαστικής αγωγής, θα οδηγούσε  αναπόφευκτα σε ένα μάθημα επιλεγόμενο και κυριολεκτικά ανύπαρκτο σε βάθος χρόνου. Τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά δεν απεμπολούν την ομολογιακότητα του μαθήματος, όπως πολλοί διατείνονται (θα φανεί άλλωστε στη συνέχεια στα παραδείγματα που θα αναφέρω), αλλά αναιρούν τη μονοσήμαντη διάσταση που υπάρχει μέχρι σήμερα, καθώς πληροφορούν γνωστικά τους μαθητές για το πολύπλευρο θρησκευτικό φαινόμενο, αυξάνουν την κριτική τους προσέγγιση, επιδοκιμάζουν την κριτική τους αμφισβήτηση και δημιουργούν συνθήκες συνθετικής και θετικής προσέγγισης του θρησκευτικού. Να υπογραμμίσω εδώ ότι το νεωτερικό περιβάλλον αντιδρά αρνητικά στο άκουσμα και μόνο του θρησκευτικού, ενώ απεναντίας το μετανεωτερικό δείχνει στοιχεία θετικής προσέγγισης τα οποία θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε. Ας τα βάλουμε λοιπόν σε κάποια σειρά.

Α. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ

1. Παγκοσμιοποίηση και παγκόσμια κουλτούρα.
1.1. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, η προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου υποβαθμίζεται και από γενικό κοινωνικά διαδραστικό φαινόμενο γίνεται μερικό και τοπικό. Θα έλεγα ότι αν και αυτό φαίνεται κατ’ αρχάς ως αρνητικό δεδομένο, ουσιαστικά μπορεί να ανατραπεί σε θετικό, καθώς δίνει τη δυνατότητα, μέσα από το θρησκευτικό, να αναδείξουμε στοιχεία κοινωνικά και πολιτισμικά της τοπικής ταυτότητας και κουλτούρας.
1.2. Θα παρέκλινε σε αρνητικό στοιχείο, αν μέσα από την αναγωγή του σε σημαντικό συστατικό στοιχείο της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας, επεδίωκε  να δημιουργήσει χρηστικές εθνικιστικές διακρίσεις με κοινωνικές επιπτώσεις του τύπου: «Έλληνας και άρα Ορθόδοξος». Η θετική η αρνητική κατεύθυνση αφορά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι κατανοούμε την έννοια της παράδοσης.
1.3. Θα πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι η δήθεν άνοδος του θρησκευτικού και η «αύξηση» του ποσοστού των θρησκευόντων είναι καθαρώς εργαλειακή και επιφαινομενική, καθώς οφείλεται σε πολιτικές καθαρώς επιλογές, κυρίως της φονταμενταλιστικής και νεοσυντηρητικής αμερικανικής πολιτικής σχολής. Οι κατά τόπους φονταμεναλιστές (και στην Ελλάδα φυσικά) αυξάνουν τις δράσεις τους μονομερώς με συνέδρια τα οποία ελέγχουν απόλυτα, αποκλείοντας όπου έχουν θεσμική και συστημική εξουσία η πρόσβαση, πρόσωπα και αντιλήψεις, τα οποία δεν τους είναι αρεστά.

2. Η θρησκεία ως προϊόν του ανθρώπινου πολιτισμού.
2.1. Θα πρέπει μέσα από την  προοπτική του νέου μαθήματος να γίνει σαφές προς την κοινωνία, την εκπαιδευτική κοινότητα και το Υπουργείο ότι η θρησκεία αποτελεί  προϊόν του ανθρώπινου πολιτισμού και ως εκ τούτου καλύπτει ανθρώπινες αναγκαιότητες.
2.2. Η πίστη στον Θεό αποτελεί αναγκαία διανοητική και συναισθηματική πράξη, η οποία έρχεται να καλύψει τα κενά της λογικής μικρότητας του ανθρώπου. Κατανοητό εδώ ότι ως θεολόγοι έχουμε τις αντιρρήσεις μας. Αποτελεί, όμως βάση για την περαιτέρω συζήτηση με αυτούς που πιθανόν να αντιδράσουν. Έτσι ενώ
2.3. Ο Θεός, αυτός καθ’ εαυτός, δεν ορίζεται ερευνητικά και επομένως δεν ορίζεται και διανοητικά, (πόσο μάλλον δε όταν πρόκειται για τον Θεό της αποφατικής θεολογίας), εν τούτοις αποτελεί αντικείμενο-ερώτημα του φιλοσοφικού προβλήματος. Αυτό το σημείο δικαιώνει την αντίληψη για την γνωστική φυσιογνωμία του μαθήματος (Θεολογία-Αυγουστίνος-Δαμασκηνός-Θωμάς Ακινάτης).

3. Η «αναγκαία» αντικατάσταση.
3.1. Που βρίσκεται λοιπόν το πρόβλημα, της αποδοχής η μη, της γνωστικότητας του μαθήματος.
Εξελικτικά, και κατά την νεωτερικότητα, μετά την εν γένει απόρριψη των μεταφυσικών προσεγγίσεων και ερμηνειών του φυσικού, ο άνθρωπος αντικαθιστά εν μέρει τον Θεό με άλλες απόλυτες αξίες όπως Λογική, Ιστορία, Εξουσία, Βούληση, Ελευθερία.
3.2. Αυτές οι έννοιες, παρ’ ότι εγγυώνται θεωρητικά και κατ’ ουσίαν κοινωνική σταθερότητα και προτείνουν λύσεις στους φόβους και τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου, εν τούτοις, ως συμβεβηκότα, εμπλέκονται σε πρακτικό επίπεδο με τα ανθρώπινα συμφέροντα και εμπράκτως αυτοαναιρούνται.

Β.ΘΕΣΜΙΚΑ
Το θεσμικό είναι κατά την γνώμη μου το σημαντικότερο ζήτημα και παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της σύγχυσης που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, όσον αφορά στους διακριτούς ρόλους. Κυρίως δε, όταν το ίδιο το Κράτος, ενώ τους επικαλείται,  τους χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Ας συμφωνήσουμε grosso modo στα εξής:
1. Οι θρησκείες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, όχι, όμως πλέον τον κύριο και μοναδικό, στον ανθρώπινο πολιτισμό:
α. στη διαμόρφωση των ταξικών κοινωνιών (Marx)
β. στη γέννηση των πολιτισμών (Durkheim, πρωτόγονοι-σύγχρονοι)
γ. στη συγκρότηση των πολιτικών θεσμών (Hobbes, μοναρχία-δημοκρατία)
δ. στην επιλογή οικονομικών μοντέλων (Weber, προτεσταντισμός-καπιταλισμός).
Αυτό σημαίνει ότι το θρησκευτικό παραμένει ένα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο, όμως, θα πρέπει, καθ’εαυτό, να αναπροσαρμόζει την όλη θεσμική του παρουσία. Επομένως,
2. Σε μια θεσμικά και λειτουργικά δημοκρατική κοινωνία, και η θρησκεία θα πρέπει  να αναπροσαρμόζει δημοκρατικά τις θεσμικές  λειτουργικές της μορφές, ώστε να έχει λόγο ισχυρό, αποδεκτό και έγκυρο.
3. Σε επίπεδο θρησκευτικού φαινομένου στην Ελλάδα, αυτή η δημοκρατική θεσμική αναπροσαρμογή δεν έγινε και, επομένως, στο χώρο της εκπαίδευσης, έναν από τους κατ’έξοχήν χώρους παραγωγής κοινωνικών και πολιτισμικών δημοκρατικών ρόλων, το μάθημα των θρησκευτικών χρεώνεται, κατά παράδοξο τρόπο όχι όμως και ανεξήγητο, αυτή τη θρησκευτική ακύρωση.
4. Το μάθημα ως μάθημα και το πρόσωπο του διδάσκοντος ως υποκείμενο παροχής της γνώσης ταυτίστηκε με τη θεσμική έκφραση της θρησκείας, την ομολογιακή κατήχηση και τη εκλησιαστική αγωγή. Αυτό, όμως, είναι τελείως αντιφατικό καθώς όλοι γνωρίζουν ότι η Εκκλησία θεσμικά και τεχνοκρατικά δεν έχει ρόλο στο όλο διαμορφωμένο πλαίσιο του γνωστικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα του μαθήματος. (Θεολογικές Σχολές, Θεολόγοι καθηγητές, Π.Ι., σχολικά βιβλία).
5. Επομένως, θα πει κάποιος, το μάθημα έχει απολύτως κατακτήσει το διακριτό του ρόλο και την πλήρη εκπαιδευτική και γνωστική του ανεξαρτησία. Γιατί λοιπόν το Υπουργείο αμφισβητεί την σημερινή αυτοτέλειά του? Ακριβώς γιατί το μάθημα είναι απολύτως ομολογιακό και μονοσήμαντο και ως εκ τούτου μη αποδεκτό στην σημερινή πολυσημαντικότητα του σχολείου. Η ευθύνη λοιπόν είναι δική μας και κανενός άλλου είτε καλοπροαίρετου είτε κακοπροαίρετου.

3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ.

Γενικές διαπιστώσεις:
3.1. Η ύλη του μαθήματος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης πολυπολιτισμικής και πολυθρησκευτικής κοινωνίας.
3.2. Η ύλη του μαθήματος, με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις και αυτές κατά περίπτωση, των βιβλίων της Β της Γ και Α Γυμνασίου, δεν συνδέεται με τα σύγχρονα κοινωνικά και ανθρωπολογικά προβλήματα
3.3. Συνεχίζεται η κατηχητική και μονοομολογιακή προσέγγιση του αντικειμένου σε όλες σχεδόν τις τάξεις. Αυτό σημαίνει ότι το μάθημα βρίσκεται σε μονοδιάστατη θρησκευτική κατεύθυνση, κάτι το οποίο δεν συνάδει με την πολυμορφικότητα του ίδιου του αντικειμένου. Η κατηχητική προσέγγιση δηλώνει εκπαιδευτικό υλικό προσαρμοσμένο σε μία και μόνο πίστη και, επομένως, όχι υλικό με χαρακτήρα καθαρώς γνωσιοκεντρικό και εκπαιδευτικό.
3.4.Η προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου στο σχολείο θα έπρεπε, ήδη από την δεκαετία του 80, να είναι διαομολογική, διαθρησκευτική και, όσο το δυνατόν, πολιτισμική και διαπολιτισμική. Η γνώση του θρησκευτικού με πολλαπλές ιδιαίτερες αναφορές στο πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό και πολυδιάστατο κοινωνικό δεδομένο απαιτεί καθαρά επιστημονική προσέγγιση και άπτεται κυρίως κοινωνιολογικών προσεγγίσεων.
3.4. Γνωσιοκεντρικότητα του θρησκευτικού από τη μια και κατηχητική αγωγή από την άλλη, αποτελούν έννοιες επιστημονικά και ερευνητικά ασύμβατες.

Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτό των διαπιστώσεων:
Το κράτος, ως  κυρίαρχος θεσμός, οι φορείς και τα πρόσωπα που το απαρτίζουν, αποδοκιμάζουν την μονοδιάστατη θρησκευτική ομολογιακή κατεύθυνση του μαθήματος και ζητούν την υποβάθμισή του, καθώς αυτό που κυριαρχεί είναι η αντίληψη ότι θρησκευτική ελευθερία και ομολογιακός χαρακτήρας δεν συμβαδίζουν.

Έτσι,
α. Ο θεολόγος καλείται να αποδείξει τη χρησιμότητα του μαθήματός του γνωσιολογικά και επιστημονικά. Οι οποιεσδήποτε εμπειρικές και υπαρξιακές αναφορές, όσο ενδιαφέρουσες και να είναι, εάν δεν είναι γνωσιοκεντρικές, παραμένουν αδιάφορες και ανούσιες.
β. Ο θεολόγος καλείται να αποδείξει ότι στο σύγχρονο δημοκρατικό και διαδραστικό σχολείο έχει σύγχρονο λόγο και δεδομένη γνώση.
γ. Ο θεολόγος καλείται να διαμορφώσει και να αποδείξει ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι πράγματι δικαίωμα γνωσιοκεντρικό και όχι κατηχητικό-ομολογιακό.
ε. Ο θεολόγος καλείται να στηρίξει το γεγονός ότι η διαγραφή του μαθήματος, από τα μαθήματα γενικής υποχρεωτικής παιδείας, ισοδυναμεί με γνωστικό, εκπαιδευτικό και πνευματικό έγκλημα.

Προβλήματα:
α. Το ΥΠΕΠΘ, θα πρέπει να αποσαφηνίσει εάν επιθυμεί ένα μάθημα θρησκευτικών γνωσιοκεντρικό και γενικής παιδείας και άρα υποχρεωτικό η ένα μάθημα κατηχητικό-ομολογιακό, μη υποχρεωτικό και άρα υποβαθμισμένο και επιλεγόμενο. Φαίνεται ότι το Υπουργείο ακόμη και σήμερα αμφιταλαντεύεται. Οφείλουμε να τους πείσουμε για το πρώτο.
β. Το Π.Ι  κινείται και αυτό πλέον και πολύ σωστά προς το πρώτο. Οι πρόσφατες αναφορές του κου Γιαγκάζογλου το επιβεβαιώνουν. Προσωπικά θα τις στηρίξω όσο μου είναι δυνατόν, παρά τις εν μέρει διαφωνίες μου, γιατί πιστεύω ότι είναι ο,τι καλλίτερο έχουμε αυτή τη δύσκολη για το μάθημα περίοδο
γ. Οι Θεολογικές Σχολές οφείλουν να προχωρήσουν σε πλήρη αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών, κρατώντας εν μέρει το ομολογιακό και προκρίνοντας εν γένει το οικουμενικό, κοινωνιολογικό, διαθρησκευτικό και διαπολιτισμικό χαρακτήρα των σπουδών. Άμεση θα πρέπει να είναι και η μετονομασία των τμημάτων Θεολογίας σε τμήματα Θεολογίας και Επιστήμης των Θρησκειών.

Θα αναφέρω εδώ δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα γνωστικής προσέγγισης με τα χαρακτηριστικά που προανέφερα και που θα πρέπει τελικά να έχει το μάθημα

Πρώτο Παράδειγμα.

1. Το ζήτημα της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό.

α. Διαθρησκευτική-Διαομολογική.
Αναφορά στον Χριστιανισμό και στις επιμέρους ομολογίες, στο Ισλάμ, στον Ινδουϊσμό, στο Βουδισμό, στα αφρικανικά θρησκεύματα, στις Ινδιάνικες θρησκείες, στον Κομφουκιανισμό κλπ., κυρίως μέσα από τις πηγές και τα ιερά κείμενα των θρησκειών. Συγκριτική διερεύνηση των πηγών.

β. Κοινωνιολογική.
Οι διάφορες προβολές των θρησκευτικών αντιλήψεων που προαναφέρθηκαν στις επιμέρους κοινωνίες, θεσμούς, οικονομικά και πολιτικά συστήματα.

γ. Πολιτισμική.
Αντιστροφή του β. Κατά πόσο η διαμόρφωση ενός πολιτισμού επηρεάζει τη διαμόρφωση της πίστης σε μια α η β θρησκευτική δοξασία. Τα πολιτισμικά δεδομένα μιας περιοχής η ενός λαού και κατά πόσο αυτά επιδρούν στην εμφάνιση μιας θρησκείας.

Δεύτερο Παράδειγμα

2. Ο Γάμος.

α. Διαομολογιακή και διαθρησκευτική παρουσίαση.
Ο Γάμος ως μυστήριο η θρησκευτική τελετή στις διάφορες θρησκείες. Τελετουργικό. Συγκριτικές αναφορές.

β. Κοινωνιολογική.
Κοινωνιολογικά δεδομένα συναφή με τη θεσμικότητα του γεγονότος. π.χ. Ο ρόλος της οικογένειας, του πατέρα, της μητέρας κλπ. Σύγχρονοι προβληματισμοί. Γάμος ομοφυλοφίλων, σύμφωνο συμβίωσης, πολιτικός γάμος. Άγαμες μητέρες. Φυλοτικά προβλήματα.

γ. Πολιτισμική.
Γάμος-οικογένεια σε διαφόρους πολιτισμούς, ήθη, έθιμα. Πατριαρχία, μητραρχία, κινήματα ισότητας.

Αυτού του είδους, οι ούτως η άλλως, εδώ πρόχειρες παραδειγματικές διαομολογιακές, διαθρησκευτικές και διαπολιτισμικές προσεγγίσεις του επιστητού του μαθήματος των θρησκευτικών:

α. δεν αναιρούν την παρουσία του ομολογιακού
β. επιτρέπουν την γνωσιοκεντρική, επιστημονική προσέγγιση, καθώς και τον έλεγχο της παρεχόμενης γνώσης,
γ. σέβονται, καθώς δεν θέτουν καν, το ζήτημα της πίστης ως δικαίωμα και ως στοιχείο της ανθρώπινης ελευθερίας.
δ. διασφαλίζουν την παρουσία του θρησκευτικού κατά τρόπο επιστημονικό και δημοκρατικό στην παρεχόμενη εκπαιδευτική γνώση.
ε. Επιτρέπουν προσαρμογή στο ουσιαστικό και όχι στο ποσοτικό. Λιγότερη ύλη περισσότερη γνώση. Για κάθε τάξη όχι πάνω από 15-16 ενότητες. Χρήση πολυμέσων, διαδραστικών μεθόδων, διαδικτύου κ.α.
Όλα αυτά χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής γιατί αυτόματα καταργούν τις όποιες προσπάθειες από κάποιους για απαλλαγές από το μάθημα.

Βεβαίως το θέμα της κατήχησης και της εκκλησιαστικής αγωγής παραμένει ως ζητούμενο. Ένα ζητούμενο το οποίο η Εκκλησία έχει απόλυτο δικαίωμα ως θεσμός στο πλαίσιο του διακριτού της ρόλου να λύσει όπως αυτή νομίζει καλλίτερα. Αυτό, όμως αποτελεί ένα άλλο μεγάλο θέμα, το οποίο δεν ανήκει στη σφαίρα του μαθήματος των θρησκευτικών, ως μαθήματος Γενικής Παιδείας. Πρόκειται για θέμα με άλλα χαρακτηριστικά και άλλους στόχους. Άλλωστε η μεγάλη πλειονότητα των θεολόγων περιβάλλουν πάντα με πολλή αγάπη τις τοπικές εκκλησίες στις οποίες ανήκουν, ανταποδίδοντας ειλικρινώς την αμέριστη αγάπη της τοπικής εκκλησίας προς αυτούς. Ειδικά εδώ στην Κρήτη αυτή η αγάπη της τοπικής εκκλησίας προς τους θεολόγους είναι τόσο έκδηλη που θα τολμούσα να πω ότι θα μπορούσε να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλη την Εκκλησία. Σε αυτό το κλίμα αγάπης πιστεύω ότι όλοι θα ήθελαν να πλαισιώσουν μια νέα προσπάθεια, από μέρους των τοπικών εκκλησιών, για επανεξέταση του ζητήματος της κατήχησης και της εκκλησιαστικής αγωγής.

Χριστόφορος Αρβανίτης

Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας της θρησκείας,

Εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.

Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 28 Ιανουάριος 2011 14:52  

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση