ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ - THEOLOGOI-KRITIS.SCH.GR

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς
Αρχική Αρθρογραφία Ο Απόστολος Παύλος και οι μετ' αυτόν υπομνηματιζόμενοι απόστολοι

Ο Απόστολος Παύλος και οι μετ' αυτόν υπομνηματιζόμενοι απόστολοι

E-mail Εκτύπωση

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤ’ ΑΥΤΟΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΖΟΜΕΝΟΙ

ΙΣ-ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΓΙΟΙ

ΣΤΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ 10ΟΥ ΑΙΩΝΑ

(ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ)[1]

 

Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη, Δρ. Θ.

(Εκλ. Επίκουρου Καθηγητού Α.Ε.Α.Η.Κ.)

 

Σεβαστοί πατέρες, σεβαστές μητέρες, εκλεκτοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι.

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι σήμερα εδώ, ανάμεσά σας, στον πανοραμικό αυτό ιερό ναό, στο Λειτουργικό, συνεδριακό κέντρο της Ρογδιάς, προκειμένου να επικοινωνήσω μαζί σας και να ανταλλάξουμε κάποιες σκέψεις, αναφορικά με τον Απόστολο Παύλο. Ευχαριστώ από καρδιάς τον πρωτοπρεσβύτερο Ηλία Βολανάκη και τον κ. Γεώργιο Στριλιγκά, για τη δυνατότητα, της διαπροσωπικής επικοινωνίας που μου παρέχουν.

* * * * * * * *

Κάθε τέτοια περίοδο που η Εκκλησία μας, προβάλλει την εκκλησιαστική φυσιογνωμία και τη διδασκαλία του αποστόλου των εθνών, η σκέψη μου στρέφεται σε όλους εκείνους, που στο διάβα των αιώνων, θέλησαν να σπιλώσουν το πρόσωπο και να αποδομήσουν τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, εκτιμώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα κατάφερναν καίριο πλήγμα στους κόλπους του Χριστιανισμού και θα αμαύρωναν την πορεία του. Και είναι αλήθεια ότι από τους σφοδρότερους πολέμιους του αποστόλου, υπήρξε ο Νίτσε, ο φερόμενος ως άθεος, –διότι στην πραγματικότητα δεν ήταν-. Το παραλήρημα του[2] φιλοσόφου, κατά του ιερού προσώπου και συγγραφέα, που μας αφορά, είναι ενδεικτικό όλων εκείνων που σκέφτονται και τοποθετούνται ανάλογα. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία, ουδέποτε υιοθέτησε τις θέσεις τους, διότι αναγνώρισε στο πρόσωπο του Παύλου, τον πρωτοκορυφαίο, -μαζί με τον Πέτρο-, απόστολο, των εθνών, τον ιεραπόστολο, τον ποιμένα και διδάσκαλο.  Συνεπώς, είναι λογικό να εξαίρεται, διαχρονικά, η μνήμη του,[3] από το ορθόδοξο πλήρωμα και να καταχωρίζεται το όνομά του σε πλειάδα χειρογράφων και εντύπων κειμένων,[4] όπως κι εκείνα που θα μας απασχολήσουν.

Επέλεξα στην παρούσα σύναξη να αναφερθώ στην καταχώρηση του ονόματος του Αποστόλου Παύλου, αλλά και ορισμένων συνεργατών και μαθητών του, επίσης Αποστόλων και Ισαποστόλων, στα σημαντικότερα κείμενα των Συναξαρίων – Μηνολογίων,[5] τα οποία, σύμφωνα με την επικρατούσα παράδοση, τοποθετούνται το 10ο αιώνα. Κάποια από αυτά φέρουν ονόματα βυζαντινών αυτοκρατόρων, όχι διότι συντάχτηκαν από αυτοκράτορες, αλλά διότι υλοποιήθηκαν κατ’ εντολήν τους, όπως θα σημειώσουμε ακολούθως. Τα κείμενα, τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση της έρευνάς μας, είναι το Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο εκδόθηκε το 1902, από το Βολλανδιστή H. Delehaye,  καθώς και το Μηνολόγιον του Συμεών του Μεταφραστή[6], το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μιχαήλ του Ψελλού,[7] συντάχθηκε, κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα Βασιλείου και καταχωρίζεται στους τόμους 114-116, της Ελληνικής Πατρολογίας (PG), του Μιγνύου (Migne). Το τρίτο έργο που αποτελεί πηγή για την έρευνά μας είναι το επονομαζόμενο Μηνολόγιον Ελληνικόν, το οποίο συντάχτηκε κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, περιέχεται στον κώδικα Vat.gr. 1613[8] και επισυνάπτεται στον τόμο 117 της Ελληνικής Πατρολογίας. Στις πηγές της έρευνάς μας συγκαταλέγεται τέλος, το επίσης σύγχρονό τους, -σύμφωνα με την επικρατούσα παράδοση-, αυτοκρατορικό Μηνολόγιο του Ανωνύμου Βυζαντινού, το οποίο εκδόθηκε από τον B. Latyšev,το 1912.[9]. Πληροφοριακά σημειώνουμε ότι τα παραπάνω έργα αποτελούν τη βάση για τη συγγραφή βίων αγίων σε μεταγενέστερα Συναξάρια, Μηνολόγια και Μηναία.

Πριν αναφερθούμε σε επιμέρους πτυχές του θέματός μας, κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε ότι τα δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνά μας, επιτάσσουν να περιοριστούμε σε συνοπτική καταγραφή των κύριων σημείων του, υπό μορφή «ανακοίνωσης».

Η προσέγγιση των ως άνω κειμένων, μας οδηγεί στις ακόλουθες, δύο διαπιστώσεις:

1. Υπόμνημα Βίου του Αποστόλου Παύλου δεν εντοπίζουμε σε όλα τα Συναξαριακά κείμενα του 10ου αιώνος. Ειδικότερα, ενώ έχουμε υπομνηματισμό του στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως,[10] σε αρκετά μάλιστα σημεία, με αφορμή επιμέρους πτυχές του βίου του, ενώ καταχωρίζεται υπόμνημα στα αυτοκρατορικά Μηνολόγια Βασιλειανό[11] και Ανωνύμου Βυζαντινού[12], εντούτοις απουσιάζει σχετική καταχώρηση από το τρίτομο Μηνολόγιο του Συμεών του Μεταφραστού, στην Ελληνική Πατρολογία. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Πώς θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε την αποσιώπηση αυτή, τη στιγμή μάλιστα που βιογραφούνται δύο άλλοι άγιοι της Εκκλησίας που φέρουν το όνομα «Παύλος»[13], αλλά και δέκα[14] άλλοι Απόστολοι και Ευαγγελιστές;

Μια πρώτη εξήγηση θα μπορούσε να συνδέεται με τις διαφορετικές πηγές του συντάκτη, σε συνάρτηση με την επιθυμία του να δώσει έμφαση σε αγίους με μαρτυρική τελείωση, παράγοντες που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η υπόθεση όμως αυτή δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ας μη λησμονούμε ότι η τελείωση του Αποστόλου Παύλου ήταν επίσης μαρτυρική,[15] και έλαβε χώρα το Φθινόπωρο του 64 μ.Χ[16]. Συνεπώς, μια τέτοια εκτίμηση δεν θα μπορούσε να τύχει αποδοχής.

Μια δεύτερη υπόθεση θα μπορούσε να διατυπωθεί για να επεξηγήσει την απουσία υπομνήματος  στον Απόστολο των εθνών, από το έργο του Συμεών του Μεταφραστή και αυτή συνδέεται με το μοναστικό περιβάλλον που συντάχτηκε ή επέδρασε διαπλαστικά στη σκέψη του συγγραφέα του Μηνολόγιου. Με δεδομένο όμως ότι στο περιβάλλον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως επικρατεί, βαθμιαία, το Στουδίτικο Τυπικό, την περίοδο αυτή,[17] σύμφωνα με το οποίο οι μνήμες των Αποστόλων κατατάσσονται αμέσως μετά τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές,[18] αντιλαμβανόμαστε ότι δεν διαφωτίζεται το ζήτημα της απουσίας στην καταχώρηση υπομνήματος του Αποστόλου Παύλου από το Μηνολόγιο του Συμεώνος.

Μια  τρίτη εξήγηση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει το κενό του υπομνήματος του Βίου του Αποστόλου  Παύλου από το έντυπο κείμενο του Μηνολογίου, -και την οποία θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα-, είναι εκείνη που συνδέεται με την απώλεια τμήματος των ελληνικών χειρογράφων του έργου και την προσπάθεια που καταβάλλεται, από τους επιστήμονες, να αποκατασταθούν τα απολεσθέντα τμήματα, με λατινικές και συριακές μεταφράσεις.[19] Απλά σημειώνουμε ότι από το έργο αυτό απουσιάζει επίσης ο Βίος του αποστόλου Πέτρου και του αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, ιδρυτού, -κατά την επικρατούσα παράδοση-,[20] της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, όπου γράφτηκε το Μηνολόγιο.

2. Η δεύτερη διαπίστωση – τοποθέτηση που θα θέλαμε να κάνουμε αναφορικά με την καταχώρηση του Βίου του Αποστόλου Παύλου στα Συναξαριακά κείμενα του 10ου αιώνος, είναι ότι πάντοτε ο απόστολος των εθνών καταχωρίζεται σε ενιαίο υπόμνημα με τον Απόστολο Πέτρο, το  οποίο επιγράφεται: «Υπόμνημα, εν επιτομή, εις τον μέγαν Απόστολον του Χριστού Πέτρον και Παύλον, το σκεύος της εκλογής». Εδώ έχουμε επιλέξει το σχετικό τίτλο από το αυτοκρατορικό Μηνολόγιο του Ανωνύμου Βυζαντινού[21]. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η από κοινού μνημόνευση των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου εκφράζει τη συνείδηση της Εκκλησίας για την απόδοση ίσων «πρεσβειών τιμής», καθώς και τη διακήρυξη της «οικουμενικότητας της Ορθοδοξίας»[22], όπως καταδεικνύεται με την ιστόρηση του «ασπασμού» των δύο Αποστόλων. Συνεπώς, δεν είναι, παράδοξο το γεγονός ότι κατά την ιστόρηση της εικόνας της Πεντηκοστής και της Αναλήψεως, διαπιστώνουμε, ας μου επιτραπεί η έκφραση-, μια χρονική ανακολουθία, εφόσον ιστορείται και ο απόστολος των εθνών Παύλος,[23] μολονότι απουσίαζε και από τα δύο αυτά γεγονότα της ζωής της Εκκλησίας. Όπως αντιλαμβανόμαστε, η τοποθέτησή του στη χορεία των Αποστόλων,[24] -ανεξάρτητα από τον υπερ-ιστορικό και συμβολικό ρόλο που αποκτά η παράσταση (συμμετοχή του συνόλου της Εκκλησίας)[25], κυρίως μετά την Εικονομαχία,  και χάριν της διαφύλαξης του «ιερού αριθμού», δώδεκα-, θέτει εκτός πλαισίου κάποιον ή κάποιους από τους δώδεκα Αποστόλους, συνήθως, τον Ιούδα το Θαδδαίο και τον Ιάκωβο, τον υιό του Αλφαίου[26], στην περίπτωση που εντάσσονται και ευαγγελιστές.

Το όνομα του Αποστόλου Παύλου συνδέεται επίσης και με άλλους υπομνηματιζόμενους αγίους, Αποστόλους, ισαποστόλους, μάρτυρες κ.ά. Κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μονάχα στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ο εν λόγω Απόστολος μνημονεύεται σε περισσότερους από σαράντα Βίους αγίων. Ενδεικτικά αναφέρουμε, επίσης, τους Βίους των Αποστόλων: Πέτρου, Ανανία, Τιμοθέου, Τίτου, Βαρνάβα, της ισαποστόλου Θέκλας, του πρωτομάρτυρος Στεφάνου κ.ά.

Τα παραπάνω μας υποψιάζουν ότι οι αναφορές και καταχωρίσεις του ονόματος του Αποστόλου Παύλου στα Συναξαριακά κείμενα του 10ου αιώνος είναι δυνατόν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

α. Στις πληροφορίες που αφορούν επιμέρους πτυχές του Βίου του ιερού προσώπου (π.χ. συγγενικά πρόσωπα, περιοδείες, μαρτυρική τελείωση).

β. Στους άμεσους και έμμεσους υπομνηματισμούς των έργων του Αποστόλου Παύλου.

γ. Σε εορτές που συνδέονταν με το πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου, στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες στην πορεία των αιώνων απουσιάζουν από τον Εορτολογικό κύκλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας[27]. Τέτοια είναι η ανάμνηση της «ανάβλεψις του αγίου Παύλου του Αποστόλου»,[28] σύμφωνα με το Λουκάνειο βιβλίο των Πράξεων (9, 18) και η οποία καταχωρίζεται, την 1η Σεπτεμβρίου, στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

δ. Στις αναφορές που συνδέονται με το «Αποστολείω του αγίου»,[29] (578 μ.Χ.) το οποίο βρίσκεται στο ορφανοτροφείο (περιοχή Ακροπόλεως που βλέπει στο Βόσπορο).[30]

Ποιές είναι όμως οι πληροφορίες που αντλούμε από τα Συναξαριακά αυτά κείμενα για τον Απόστολο Παύλο;

Οι αναφορές των κειμένων είναι φειδωλές και αποσπασματικές. Το εκτενέστερο υπόμνημα για το πρόσωπο και το έργο του αποστόλου καταχωρίζεται στο Μηνολόγιο του Ανωνύμου του Βυζαντινού,[31] όπου, εκτός από πληροφορίες για τον τόπο καταγωγής, για τη στάση του στο μαρτύριο του αρχιδιακόνου Στεφάνου, για τη μεταστροφή και τη βάπτισή του, τις περιοδείες και τις συναναστροφές του, καθώς και τη μαρτυρική τελείωσή του. Ακολούθως θα αναφέρουμε, ενδεικτικά παραδείγματα από τα Συναξαριακά κείμενα του 10ου αιώνος:

Το πρώτο αφορά την παρουσία του αποστόλου των εθνών στην κοίμηση της Θεοτόκου. Το γεγονός αυτό δεν καταχωρίζεται στο Μηνολόγιο του Συμεών του Μεταφραστή, ενώ από τους υπομνηματισμούς των λοιπών, μονάχα στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως γίνεται ρητή αναφορά  του ονόματος του Παύλου, κατά την περιγραφή του γεγονότος. Σύμφωνα με τη σχετική μαρτυρία, ο απόστολος εμφανίζεται τελευταίος, και ανεξάρτητα από τους δώδεκα, στον τόπο της κοίμησης της Θεοτόκου, τη στιγμή που εκείνη ετοιμάζεται να λάβει την κατάλληλη θέση στην επιθανάτια κλίνη. Η διατύπωση του κειμένου που ακολουθεί, είναι τέτοια που μας υποψιάζει ότι ανάλογος θα πρέπει να ήταν και ο διάλογος μεταξύ των ιερών προσώπων. Χαρακτηριστικά σημειώνεται: «Τούτων ούτω πληρωθέντων, φθάνει και Παύλος ο θεσπέσιος ός και πεσών προς πόδας της Θεοτόκου, προσεκύνησε· και ανοίξας αυτού το στόμα διά πολλών εγκωμιάζει αυτήν ‘’Χαίρε,’’ λέγων, ‘‘ μήτηρ της ζωής και του εμού κηρύγματος η υπόθεσις· ει γαρ και τον Χριστόν σαρκί μη τεθέαμαι, σε βλέπων, εκείνον εδόκουν θεωρείν.’’ Είτα συντάσσεται πάσιν η παρθένος αναπίπτει επί κλίνης, σχηματίζει το άχραντον αυτής ως ηβουλήθη σώμα… και ούτως εις χείρας του εαυτού της υιού και Θεού το πνεύμα αφίησιν.»[32]

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι η σχετική αναφορά του Συναξαρίου της Κωνσταντινουπόλεως, δείχνει να είναι συνεπής με την παράδοση που καταχωρίζεται σε εγκωμιαστικό λόγο του Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως († 715), στην «Κοίμησιν της Θεοτόκου»,[33] τον οποίο και θεωρούμε ως διαπλαστική πηγή του Συναξαρίου, όχι μονάχα διότι προέρχεται από το ίδιο γεωγραφικό διαμέρισμα, αλλά και διότι στον εγκωμιαστικό λόγο του ιερού πατρός υπογραμμίζεται, -σε αντίθεση με άλλες πηγές-, η καθυστερημένη προσέλευση[34] του αποστόλου Παύλου στον τόπο της κοιμήσεως της Θεοτόκου και διότι υπομνηματίζεται εκεί και το εγκώμιο που απηύθυνε προς την Παναγία ο απόστολος που παρουσιάζουμε.

Αναφορικά με τη σχέση του Αποστόλου Παύλου και του Αποστόλου Τίτου, πρώτου επισκόπου Κρήτης, δεν έχουμε ενιαία γραμμή στα Συναξαριακά κείμενα της περιόδου που πραγματευόμαστε. Ειδικότερα δεν απαντάται υπομνηματισμός του Αποστόλου Τίτου στο Μηνολόγιο του Συμεών του Μεταφραστή, ενώ στο σύντομο υπόμνημα που καταχωρίζεται στο αυτοκρατορικό, του Βασιλείου[35], δεν αναφέρεται το όνομα του αποστόλου των εθνών, καθώς και η σχέση συνεργασίας με τον απόστολο Τίτο. Αρκετές πάντως αναφορές διαπιστώνουμε, μεταξύ των ιερών προσώπων, τόσο στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως,[36] όσο και στο Μηνολόγιο του Ανωνύμου Βυζαντινού[37]. Οι πληροφορίες για τον Τίτο, ο οποίος χαρακτηρίζεται «ομόροφος»[38] και «συνέκδημος» του Παύλου, ως προς το κήρυγμα του Ευαγγελίου,  «επιεικής, … ευπειθής, ευπρόσιτος και προς διακονίαν εύχρηστος»[39], συνίστανται στη μαθητεία του Τίτου στον Παύλο, στην συνοδοιπορία τους για  τη διάδοση του Χριστιανισμού, στη συνεργασία τους για την ανάδειξη των αρίστων, στις επαρχίες της Κρήτης. Ανάλογες είναι οι μαρτυρίες που διαπιστώνουμε και στους Βίους άλλων Αποστόλων, όπως του Ανανία[40] και του Τιμοθέου, καθώς και Ισαποστόλων, όπως της αγίας Θέκλας.

Επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, ν’ αναφερθώ και σε μια άλλη πτυχή, συμβολή, -αν θέλετε-, των Συναξαριακών Κειμένων του 10ου αιώνος, σε σχέση με το ιερό πρόσωπο που πραγματευόμαστε.  Σε δύο από τα τέσσερα Συναξαριακά κείμενα που εντρυφήσαμε, καταχωρίζονται πληροφορίες για την «ιδέα», δηλαδή, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, του Αποστόλου Παύλου. Σε αυτές διαπιστώνεται κυρίως νοηματική σχέση και λιγότερο λεκτική εξάρτηση σε σχέση με προγενέστερες σχετικές καταγραφές που εντοπίζουμε, επί παραδείγματι, στην Απόκρυφη Γραμματεία και ειδικότερα στις «Πράξεις του Παύλου και της Θέκλης»,[41] (2ος αιώνας) στον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας[42] (4ος αιώνας), στον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα[43] (8ος αιώνας), στο κείμενο του Ελπίου ή Ουλπίου του Ρωμαίου[44] (10ος αιώνας[;]).

Οι πληροφορίες των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών καταχωρίζονται στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως[45] (όπου και γίνεται εκτενή αναφορά), καθώς και στο Βίο της πρωτομάρτυρος και ισαποστόλου Θέκλας[46], όπου έχουμε απλή σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών του ιερού προσώπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλά από τα παραπάνω κείμενα, αρχαιότερα και νεότερα, έχουμε ένα κοινό παρονομαστή, στην κατάληξή τους: υπογραμμίζεται η παρουσία της χάριτος του Θεού στον Απόστολο Παύλο. Είναι εκείνη που συντελεί στην «καλήν αλλοίωσιν», του «κρυπτού της καρδίας»[47] του ανθρώπου, -η οποία είναι το ζητούμενο και επιθυμητό στη συναναστροφή του χριστιανού με το Χριστό. Αυτή η εσωτερική πληρότητα που απορρέει από τη «συμ-βίωση»[48] ή αν θέλετε τη συμπόρευση του Παύλου με Εκείνον, αντικατοπτρίζεται και στην όψη του αποστόλου των εθνών, κάθε  ιερού ανδρός και χριστιανού που την βιώνει, εφόσον το πρόσωπο «είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώνονται τα συναισθήματα», ο εσωτερικός κόσμος, η πνευματικότητά μας.

Όπως διαπιστώνει κάποιος από τη συγκριτική μελέτη των κειμένων, το απόσπασμα του Βίου της Αγίας Θέκλας, που αφορά τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αποστόλου Παύλου, έχει δεχτεί επιδράσεις από την Απόκρυφη Γραμματεία, ενώ το αντίστοιχο κείμενο του Συναξαρίου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως φαίνεται ότι έχει αντλήσει τον βασικό πυρήνα του, από το κείμενο του Ελπίου του Ρωμαίου.

Ακολούθως θα αναφέρουμε τα σχετικά Συναξαριακά κείμενα του 10ου αιώνος, όπου καταχωρίζονται τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αποστόλου Παύλου:

Συναξάριον Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως

(σ. 779-780)

 

“‘Ην δε την ιδέαν ο μακάριος Παύλος ο απόστολος φαλακρός την κεφαλήν και ψιλός τρίπηχυς τω σώματι, χαροποιούς έχων τους οφθαλμούς, κάτω νεύων τας οφρύς, λευκός την όψιν, προφερής, ευ μάλα το γένειον καθεικώς, εύκαμπη και επιτρέπουσα όλω τω προσώπω την ρίνα προφαίνων, επί της κεφαλής και του πώγωνος μέλασι και λευκαίς θριξίν εγκοσμούμενος, αγκυλαίος, εύρωστος όλον το του σώματος μέγεθος, μικρός και συνεσταλμένος, φρόνιμος, χαρίτων πλήρης, σεμνοίς ήθεσι και λόγοις επαγωγοίς και θείων θαυμάτων δυνάμει τους προσιόντας χειρούμενος· αμφοτέροι δε οι κορυφαίοι Πνεύματος αγίου και θείας χάριτος έμπλεω.”

Βίος Αγίας Θέκλας

(PG115, 821B)

 

“Ιδών δε Παύλον ερχόμενον, άνδρα οίον ο Τίτου λόγος υπέγραψε, βραχύν την ηλικίαν, ψιλόν την κεφαλήν, αγγύλον τας κνήμας γρυπόν, σύνοφρυν, το μείζον φάναι και καιριώτατον χάριτος, θείης πεπληρωμένον.”

* * * * * * *

Σεβαστοί πατέρες, σεβαστές μητέρες, εκλεκτοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι,

Δεν επιθυμώ να σας κουράσω περισσότερο, καταχρώμενος την ανοχή και την αγάπη σας. Επιτρέψτε μου, όμως, να συνοψίσω τα ακόλουθα:

1. Τα Συναξαριακά κείμενα του 10ου αιώνος αποτελούν πεδίο καταγραφής προγενέστερων παραδόσεων και σημαντικές διαπλαστικές πηγές των μεταγενέστερων κειμένων, σχετικά με το πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου και των συνεργατών του.

2. Οι αναφορές τους εστιάζουν στη ζωή και τη δράση του Αποστόλου των εθνών, στη σχέση του με άλλους Αποστόλους και Ισαποστόλους, στην άμεση καταγραφή του συγγραφικού έργου του, στην καταχώριση των εορτών προς τιμήν του, καθώς επίσης και στη διάσωση πληροφοριών ως προς τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του.

3. Οι παραπάνω επισημάνσεις στα Συναξαριακά κείμενα του 10ου αιώνος, καταδεικνύουν, ενδεικτικά, τους λόγους για τους οποίους ο Απόστολος Παύλος τυγχάνει της δίκαιης τιμής από μέρους των χριστιανών και κυρίως των κρητών, για τους οποίους αποτελεί «αγλάισμα», -όπως ψάλλαμε απόψε στην Ακολουθία του Εσπερινού-, και οι οποίοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του, όπως επίσης και στον πρωτόθρονο της Κρήτης, απόστολο Τίτο, τους «ιδρυτές» της Εκκλησίας μας.

Σας ευχαριστώ!

 


[1] Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στο Λειτουργικό Συνεδριακό Κέντρο Ενορίας Αγίου Τίτου στη Ρογδιά Ηρακλείου, στις 29 / 6/ 2011, με αφορμή την εορτή του Αποστόλου των εθνών Παύλου.

[2] Φ. Νίτσε, Αντίχριστος, μετ. Ζ. Ζαρίκας, εκδ. Εκδοτική Θεσσαλονίκης, χ.χ., σ. 81, 80, 51, 52, 53, 59, 61, κ.ά.

[3] Η μνήμη των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου & Παύλου την 29 Ιουνίου φαίνεται ότι συνδέεται με τη μετακομιδή των λειψάνων τους στην κατακόμβη του αγίου Σεβαστιανού, η οποία συντελέστηκε το 258 μ.Χ. Η εορτή εισήχθη στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού, περί το 484. Βλ. Θεοδώρου Αναγνώστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2, 16, PG 86 I, 189. Πρβλ. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία, Απ’ αρχής μέχρι σήμερον, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1948, σ.289.

[4] F. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca, τ. 1, Bruxelles 1957, σσ. 177-182.

[5] Για τους όρους «Συναξάριο» & «Μηνολόγιο», καθώς και τις διαφοροποιήσεις τους, βλ. Δ. Τσάμη, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 32-33.

[6] Το προσωνύμιο «Μεταφραστής» δόθηκε στο Συμεών, από τον ίδιο το Μιχαήλ Ψελλό. Βλ. Α. Κορακίδη, Αγιότητα και μαρτύριο. Η Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ν. Παναγόπουλος, Αθήνα 2000, σ. 172.

[7] Ό.π., σ. 172.

[8] Δ. Τσάμη, ό.π., σ. 32.

[9] Ό.π., σ. 33.

[10] Συναξάριον Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, σ. 4, 777, 778, 779, 789, κ.ά.

[11] Βασιλείου Β΄, Μηνολόγιον Ελληνικόν, PG 117, 513D-516B

[12] Menologii Anonymi Byzantini,τ. 2, εκδ.  B. Latyšev, Petropoli 1912, σσ. 114-119.

[13] Πρόκειται για τον Ομολογητή Παύλο και τους μάρτυρες Παύλο και Ιουλίττα (PG 116, 883-896 & PG 115, 575-588).

[14] Πρόκειται για τους: Αποστόλους Τιμόθεο, Ανανία, Φίλιππο, Ιάκωβο, Θωμά, Διονύσιο Αρεοπαγίτη, καθώς και τους Ευαγγελιστές Μάρκο, Λουκά, Ματθαίο και Ιωάννη.

[15] Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 25 PG 20, 208C,  216A.

[16] Α. Γλαβίνα, Οι Δώδεκα Απόστολοι, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, 1993, σ. 161.

[17] Θ. Γιάγκου, «Ο εορτασμός της μνήμης του αγίου Γρηγορίου Παλαμά», Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ιστορία και το Παρόν, Πεπραγμένα Διεθνών επιστημονικών Συνεδρίων…., εκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σ. 114-117.

[18] Του ίδιου, «Μαρτυρίες περί της μνήμης του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στο Άγιο Όρος», Κληρονομία 28 (1996)15.

[19] Α. Κορακίδη, ό.π., σ. 174.

[20] Α. Γλαβίνα, ό.π., σ. 56.

[21] Menologii Anonymi Byzantini, ό.π., σ. 114.

[22] Ε. Συμεωνίδου, «Απόστολοι», Μ.Ο.Χ.Ε. 3 (2011) 188.

[23] Ανάλογα ιστορούνται και οι Ευαγγελιστές Λουκάς και Μάρκος.

[24] Δ. Τσάμη, Θεομητορικόν, τ. Δ΄, εκδ. Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 364-365.

[25] Α. Διαλεκτόπουλου, Οι εικόνες του Δωδεκάορτου, εκδ. «Παρουσία», Ι.Μ.Φιλίππων, Καβάλα, σ. 194, 193, 190-121.

[26] Ό.π., σ. 196.

[27] Γ. Πιπεράκις, Πανάγιον ήτοι κατάλογος των όπου γης εορταζομένων ορθοδόξων αγίων, εκδ. Η Μ. Σ., Μηλέσι 2006, σ. 462, 183-184.

[28] Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ό.π.,  σ. 4.

[29] Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ό.π.,  σ. 58, 176, 217, 360, 391.

[30] R. Janin, La Géographie Ecclésiastique de l’Empire byzantin, τ. ΙΙΙ, Paris 1953, σσ. 413-414.

[31] Menologii Anonymi Byzantini, ό.π., σσ. 117- 121.

[32] Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ό.π.,  σ. 893.

[33] Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Εγκώμιον εις την αγίαν και σεβάσμιον Κοίμησιν της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, PG 98, 365C-368B. Πρβλ. Δ. Τσάμη, Θεομητορικόν, τ. Δ΄, ό.π., σ. 382· Γ. Φίλια, Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σ. 159.

[34] Ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως δεν σχολιάζει την καθυστερημένη προσέλευση του Αποστόλου Παύλου στο σπίτι της Παναγίας. Ο μοναχός Επιφάνιος (δύο αιώνες αργότερα), υπογραμμίζει ότι ο Παύλος βρισκόταν στην Έφεσο κατά την ώρα εκείνη. (Επιφάνιου μοναχού, Περί του Βίου της Yπεραγίας Θεοτόκου, 23, PG 120, 212D-213A).

Ο συμβολικός χαρακτήρας της καθυστερημένης μετάβασης του Αποστόλου Παύλου συνίσταται στο ότι:

1. Δεν ανήκε στον αρχικό πυρήνα των 12 Αποστόλων, γι’ αυτό δεν συγκαταλέγεται στην ομαδική μετακίνησή τους.

2. Με την  πράξη αυτή καταδεικνύεται η τιμή και η αναγνώριση με την οποία τον περιέβαλαν οι Απόστολοι, εφόσον όταν προσήλθε του έδειξαν το σεβασμό και την τιμή τους.

[35] Βασιλείου Β΄, ό.π., PG 117, 604D-605A.

[36] Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ό.π.,  σ. 785, 921-924.

[37] Menologii Anonymi Byzantini, ό.π., σσ. 316- 318.

[38] G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, τεύχ. Β΄, Oxford 1961, σ. 961, 963.

[39] Ό.π., σ. 317.

[40] Συμεών Μεταφραστή, Μαρτύριον του αγίου και ενδόξου Αποστόλου Ανανίου, PG 114, 1001Α εξ.

[41] A. Tischendorf, Acta Apostolorum Apocrypha, Lipsiae 1851, σ. 41.

[42] Α. Διαλεκτόπουλου, ό.π., σ. 196-197.

[43] Ιωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, PG 97, 389B.

[44] Μ. Χατζηδάκη, «Εκ του Ελπίου του Ρωαμαίου», ΕΕΒΣ , έτος 14 (1938), σ. 400-401, 412.

[45] Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ό.π.,  σ. 785, 779-780.

[46] Συμεών Μεταφραστή, Περί της αγίας ενδόξου και καλλινίκου μάρτυρος Θέκλης της εν Ικονίω, PG 115, 821Β.

[47] Α΄ Κορ. 14, 25.

[48] Γαλ. 2, 20: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 06 Σεπτέμβριος 2011 23:06  

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση