ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ - THEOLOGOI-KRITIS.SCH.GR

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς
Αρχική Αρθρογραφία Εθελοντική δια βίου μάθηση

Εθελοντική δια βίου μάθηση

E-mail Εκτύπωση

5 Δεκεμβρίου η παγκόσμια ημέρα εθελοντισμού. 2011, ΕΤΟΣ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΥ: Έληξε πριν από λίγες μέρες και η ετήσια έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο με την ευκαιρία του έτους εθελοντισμού. Ηθελημένη παροχή υπηρεσιών για κοινωφελή σκοπό (wikipedia).

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εξετάζοντας το θέμα υπό το πρίσμα της επιστήμης της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής βλέπουμε πως αφού οι ατομικές διαφορές και στον κληρονομικό εφοδιασμό των ατόμων που αρχίζουν ήδη από τη σύλληψή τους υφίστανται και το περιβάλλον θέτει και διαγράφει κάποια όρια στην όλη ανάπτυξη του ανθρώπου, οι κατάλληλα προγραμματισμένες και επιστημονικά σχεδιασμένες προσπάθειες της αγωγής ορίζουν τόσο τη δυνατότητα, τη μετατροπή του “δυνάμει” σε “ενεργεία”, όσο και τον τρόπο και το βαθμό των επιδράσεων του περιβάλλοντος σε συγκεκριμένη εξελικτική βαθμίδα της ζωής του. Η ανάπτυξη βέβαια δεν παύει να είναι αποτέλεσμα της ωρίμασης, που κατευθύνεται από το εσωτερικό του ατόμου, αλλά και της μάθησης, που κατευθύνεται απέξω. Η ετοιμότητα ακριβώς για μάθηση δημιουργείται κατάλληλα σε συγκεκριμένο γνωστικό επίπεδο μέσα στη εξελικτική πορεία κάθε ανθρώπου προς την ωρίμαση. Και επειδή το επίπεδο γνωστικής ετοιμότητας των παιδιών δεν διαπιστώνεται, οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή σε ελεγχόμενα στοιχεία και παράγοντες της αγωγής, όπως η ενίσχυση και τα κίνητρα για μάθηση, που και επηρεάζονται -ανεξάρτητα από τις γνωστικές ικανότητες των παιδιών- αλλά που δεν παύουν να επηρεάζουν τη γνωστική ετοιμότητα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πάλι το γεγονός ότι παρά το ότι υπάρχει πάντα ζωντανό το αίτημα της διαβίου παιδείας εντούτοις υπάρχουν κάποιες κρίσιμες αναπτυξιακές φάσεις, όπως λ.χ. στην κατάκτηση της πρωτογενούς γλώσσας, που αρχίζει από τα δυο χρόνια και φτάνει ως την εφηβεία. Συναφές είναι και το πρόβλημα των κινήτρων μάθησης που ενεργούν θετικά πολύ περισσότερο στους ανήλικους και ασφαλώς πολύ λιγότερο -και για κοινωνικούς λόγους- στους ενήλικες, όπου άλλωστε κυριαρχεί και μεγάλος αριθμός στάσεων, στερεότυπων και προκαταλήψεων. Για να μπορεί όμως κάθε άνθρωπος να φέρει ακέραιη την ευθύνη των σκέψεων, των πράξεων και των ενεργειών του, οφείλει πρώτα να κτίσει την προσωπικότητά του με την ελεύθερη και αυτοπροαίρετη και αυτόβουλη επιλογή του στη ρύθμιση της ζωής του. Ακόμα, με την προσωπική συμμετοχή του στο χτίσιμο αυτό, οφείλει να πάρει πρωτοβουλίες και ουσιαστικά τη “μοίρα” στα χέρια του. Αυτό φαίνεται στο χώρο της (αυτο)αγωγής, αφού κάθε άνθρωπος έχει το χάρισμα να επεμβαίνει στην ανάπτυξή του με συνειδητές μορφές αυτοδιάθεσης ελεύθερα, με τη δυνατότητα της δημιουργικής επέμβασης στις διαμορφωμένες καταστάσεις. Έτσι σχεδιάζει τη βελτίωση της ζωής και ανάγει το σχεδιασμό αυτό σε βασικές αρχές, μέσω των οποίων προσπαθεί να αλλάξει -τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο- τη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Η ευθύνη του ανθρώπου αφορά όχι στην κληρονομικότητα και την αγωγή, όσο στην προσωπική του στάση απέναντι σε αυτά τα στοιχεία.

Στοιχεία κάθε μάθησης –αφού χωρίς αυτήν δεν υπάρχει αγωγή- είναι το ερέθισμα, το υποκείμενο/ο οργανισμός και η αντίδραση/απάντηση. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε μορφή μάθησης είναι ένα ερέθισμα, συνήθως εξωτερικό(πράξεις, λόγοι, διδαχές, σύμβολα κ.ά.)αλλά πολλές φορές και εσωτερικό. Πολύ σημαντικά είναι επίσης και τα εσωτερικά ερεθίσματα -αυτά που προέρχονται από το ίδιο το άτομο ως αποτέλεσμα της φυσικής περιέργειας (και που μπορεί εν συνεχεία να εξελιχθούν σε ενδιαφέροντα), της ανάγκης για κίνηση, αλλά μερικές φορές και της ανίας. Ως προς τα κίνητρα της μάθησης και επίδοσης αλλά και της πανανθρώπινης συμπεριφοράς παρατηρούνται τα εξής: Κάθε άνθρωπος συνήθως ωθείται στην ικανοποίηση των ανώτερων αναγκών του μόνο αφού έχει καλύψει τις κατώτερες αλλά εξίσου αλήθεια είναι ότι “ουκ επ’άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος”. Αυτό φαίνεται πολλές φορές και από την ανθρώπινη συμπεριφορά, διαψεύδοντας την ιεραρχικότητα των αναγκών. Άλλες φορές όμως πάλι ο οργανισμός δεν κατατείνει καθόλου στην ισορροπία, αλλά επιζητεί την ένταση, που όχι μόνο δεν δυσαρεστεί αλλά αντίθετα ευχαριστεί και διώχνει την πλήξη. Κίνητρο επίδοσης είναι η ετοιμότητα του ατόμου να καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για την επίτευξη μιας γενικά αποδεκτής επίδοσης, χωρίς να ξέρει εκ των προτέρων αν θα τα καταφέρει ή όχι –κάτι που εξασφαλίζει την ενέργεια και παράλληλα δίνει την κατεύθυνση της συμπεριφοράς μας στην περίπτωση των επιδόσεων. Η συμπεριφορά μας εξαρτάται από τις επιδράσεις της προσωπικότητάς μας (με τα σχετικά σταθερά χαρακτηριστικά της όσο και με διαθέσεις της στιγμής) και από συγκυριακές συνθήκες του περιβάλλοντος(που επηρεάζουν με τα ερεθίσματά τους ). Όταν μάλιστα ενεργούν συνδυασμένα οι δυο αυτοί παράγοντες και αλληλοενισχύονται τότε το άτομο έχει ισχυρά κίνητρα επίδοσης, που αποτελούν συμπύκνωση των μέχρι τώρα εμπειριών των ενισχύσεων του ατόμου, ενώ όσο μεγαλώνει το άτομο αποκρυσταλλώνονται σε σχετικά σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Εξακολουθούμε πάντως να δεχόμαστε ενισχύσεις σε όλη μας τη ζωή, συνεχίζουμε να δημιουργούμε κίνητρα ή τα μεταβάλλουμε. Παρώθηση πάλι είναι η έκφραση κάποιων κινήτρων σε συγκεκριμενη περίπτωση και συγκυρία, στιγμιαία και περιστασιακή. Αυτή θέτει σε κίνηση τη συμπεριφορά του υποκειμένου και την κατευθύνει προς την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο χώρο του θρησκευτικού βιώματος είναι οι παρωθήσεις που παίρνουν τη μορφή της άμεσης προσφυγής στο Θεό, την Παναγία και τους αγίους, και της θερμής προσευχής που συνοδεύεται πολλές φορές και από ένα τάμα. Πολύ σημαντικά ενισχύεται τότε η πίστη, όταν οι δεήσεις αυτές εισακούγονται από το Θεό και επιτυγχάνεται το επιδιωκόμενο ή αποφεύγεται το απευκταίο. Αυτό παρατηρείται ιδίως στην εφηβική ηλικία και εξής, οπότε και συνδέονται οι συμφορές με την αμαρτία και η ανάγκη της ηθικής τελειώσεως γίνεται πλέον φανερότατη. Στην παιδική ηλικία όμως, όπου τα θρησκευτικά βιώματα είναι παρεμφερή με εκείνα των πρωτόγονων, κυριαρχεί, συνήθως, το στοιχείο του φόβου απέναντι σε οποιαδήποτε υπερβατική «δύναμη» και στο Θεό.

Οι διάφορες συμπεριφορές του φορέα της αγωγής έχουν εντελώς διαφορετική επίδραση σε κάθε παιδί, όπως συμβαίνει και με τους βαθμούς και με τις άλλες ενισχύσεις που δίνονται, δώρα κλπ. Τα κίνητρα είναι το αποτέλεσμα της προσωπικής ιστορίας των ενισχύσεων του καθενός, όμως είναι δύσκολο να καθορίσουμε το επίπεδο κινήτρων ενός παιδιού με βάση συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς γιατί αυτή μπορεί να επηρεάζεται από πολλά και διάφορα κίνητρα. Βασικά η ανάγκη για αναγνώριση αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο επίδοσης. Οι προσπάθειές μας για επίδοση αποβλέπουν βέβαια καταρχήν στην ανταπόκριση στα προσωπικά μας κριτήρια -κι αυτό γιατί θέλουμε να διατηρούμε την αυτοεκτίμησή μας. Πολλές φορές όμως η πραγματικότητα της ζωής δημιουργεί περιστάσεις και συγκυρίες κατά τις οποίες η συμπεριφορά μας και οι πεποιθήσεις μας έρχονται σε αντίφαση με την εικόνα του εαυτού μας ή συγκρούονται με άλλες μορφές συμπεριφοράς και πεποιθήσεις μας και άλλοτε πάλι υποχωρούμε όταν ένα πρόβλημα δεν μπορούμε να το λύσουμε και βρίσκουμε διάφορες δικαιολογίες, όπως με την αισώπεια αλεπού και τα σταφύλια -αφού χρειαζόμαστε μεγάλη λογική επεξεργασία για να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια σύγκρουση και παράλληλα να διατηρήσουμε και την αυτοεκτίμησή μας. Η συμπεριφορά μας σε κάποιες περιστάσεις οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι αισθάνονται δυσφορία ή ένταση όταν μια πίστη ή μια πεποίθησή τους έρχεται σε ψυχολογική σύγκρουση με μιαν άλλη και για να λύσουν αυτή την σύγκρουση, είναι αναγκασμένοι πολλές φορές να μεταβάλλουν τις πεποιθήσεις τους ή συνηθέστερα να βρίσκουν δικαιολογίες που να εξηγούν την ασυνέπεια -γενικά πάντως οι άνθρωποι χρειάζονται επιβεβαίωση ότι έκαναν τη σωστή επιλογή. Άλλοτε πάλι καταβάλλεται προσπάθεια να διατηρήσει κανείς σε υψηλό βαθμό την αυτοεκτίμησή του. ΄Ετσι αν το αποτέλεσμα μιας ενέργειας είναι καλό και ευχάριστο συνηθίζουν να το αποδίδουν στην προσπάθεια που κατέβαλαν ή στις ικανότητές τους, ενώ αν είναι δυσάρεστο το αποδίδουν σε μη ελεγχόμενες εξωτερικές συνθήκες. Κάποια άτομα αποδίδουν την επιτυχία ή την αποτυχία τους στην ικανότητά του ή στην προσπάθειά τους, ενώ άλλα την αποδίδουν σε εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή στην τύχη και στη δυσκολία του έργου ή στις ενέργειες άλλων ανθρώπων. Γι’ αυτό κάποια παιδιά έχουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με άλλα, μολονότι έχουν τον ίδιο δείκτη νοημοσύνης -πβ. το «συν Αθηνά και συ την χείρα κίνει», αλλά και το ρόλο του αυτεξουσίου στη ζωή μας. Ο δείκτης της θέσης ελέγχου αποτελεί μάλιστα τον καλύτερο προγνωστικό κριτήριο των επιδόσεων των παιδιών ύστερα από τον δείκτη νοημοσύνης: παιδιά που αποδίδουν την επιτυχία στο σχολείο στην τύχη ή στις ιδιοτροπίες του εκπαιδευτικού ή σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες συνήθως δεν καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια, ενώ αντίθετα παιδιά που αποδίδουν την επιτυχία ή την αποτυχία στην προσπάθεια που καταβάλλουν εργάζονται συνήθως με μεγαλύτερη επιμονή και επιμέλεια -με την προϋπόθεση βέβαια ότι θέλουν να πετύχουν. Αντικειμενικά πάντως η επιτυχία εξαρτάται από τις ικανότητες και τις προσπάθειες των παιδιών(εσωτερικοί παράγοντες)όσο και από εξωτερικούς παράγοντες. Η διαφορά έγκειται μόνο στο γεγονός ότι τα παιδιά που έχουν επιτυχίες ρίχνουν το κύριο βάρος συνήθως στους πρώτους παράγοντες, ενώ όσοι δεν τα καταφέρνουν στους δεύτερους. Η θέση ελέγχου αλλάζει κατά περίσταση -εξάλλου δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση ανάμεσα στην επίδοση και στην θέση ελέγχου αλλά απλά αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπιδρούν δυναμικά: ένας μαθητής μπορεί να έχει εσωτερική θέση ελέγχου, για κάποια μαθήματα και εξωτερική λ.χ. για τον αθλητισμό(επειδή στα πρώτα έχει καλή επίδοση και αντίστροφα) και ακόμα δεν αποκλείεται να αλλάξει κάποιος τη θέση ελέγχου από εξωτερικό σε εσωτερικό -αν διαπιστώσει ότι τα καταφέρνει καλύτερα σε κάποιο θέμα. Υψηλά κίνητρα επίδοσης οδηγούν ασφαλώς στην επιδίωξη της επιτυχίας και την αποφυγή της αποτυχίας. Υπάρχουν άνθρωποι με υψηλά κίνητρα επίδοσης που ενδιαφέρονται πρωτίστως για την επιδίωξη της επιτυχίας, ενώ άλλοι για την αποφυγή της αποτυχίας. Υπάρχει βέβαια και η μαθημένη παραλυσία. Πρόκειται για ακραία μορφή αποφυγής αποτυχίας (learned helplessness), για την αντίληψη ότι η αποτυχία είναι αναπόφευκτη (και μοιραία! –πβ. και το σχετικό ποίημα του Βάρναλη). Στη ζωή μπορεί να προέρχεται από ασυνεπή ή απρογραμμάτιστη χρήση ενισχύσεων και ποινών από τους εκπαιδευτικούς ή και από τους γονείς ακόμα, ώστε τα παιδιά να καταντούν να πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα για να αποφύγουν την αποτυχία. Απαιτείται τότε εξασφάλιση ευκαιριών στο παιδί που θα οδηγούν στην επιτυχία με μικρά-μικρά βήματα, άμεση επανατροφοδότηση και, το σπουδαιότερο, προσδοκίες βελτίωσης.

Ως προς τον τρόπο, τα κίνητρα στηρίζονται στην ωρίμαση αισθησιοκινητικών /γνωστικών λειτουργιών, την ανάπτυξη άλλων κινήτρων και προδιαθέσεων, όπως λ.χ.αυτονομίας και ανεξαρτησίας, ευκαιρίες βιωμάτων επιτυχίας με επίτευξη στόχων μέτριας δυσκολίας, ενισχύσεις και ενθάρρυνση, που προϋποθέτει τη πίστη στις ικανότητες του παιδιού, αλλά και την εμπιστοσύνη του ενήλικα στην ικανότητά του να επηρεάσει το παιδί, πρότυπα συμπεριφοράς, αφού με τη μίμηση και την ταύτιση με τα πρότυπα το παιδί οικειοποιείται όχι μόνο τρόπους συμπεριφοράς αλλά και στάσεις,διαθέσεις,αξίες κλπ.,άρα τα πρότυπα επηρεάζουν αποφασιστικά και τη γένεση και ανάπτυξη κινήτρων επίδοσης(υπάρχουν βεβαίως και οι παράγοντες της κληρονομικότητας που δεν μπορούμε καλά να τους μετρήσουμε και ακόμα παραπέρα τα πρωτογενή κίνητρα/πρωτογενείς ανάγκες που υποτίθεται πως δραστηριοποιούν τον οργανισμό). Ως προς τον χώρο/τόπο μεγάλη σημασία έχει πρώτα πρώτα το οικογενειακό περιβάλλον για την ανάπτυξη των κινήτρων επίδοσης του παιδού. Και μάλιστα πρέπει να δίνονται τα κίνητρα αυτά από την οικογένεια και στο οικογενειακό περιβάλλον πρώτα, όπως άλλωστε έχει παρατηρηθεί και με την ταύτιση, όπου ισχυροποιούνται τα κίνητρα για μάθηση των παιδιών τότε μόνον όταν οι γονείς δίνουν το δικό τους σχετικό παράδειγμα. Ακόμα, η υποχρέωση αυτή της οικογενειακής αγωγής οφείλεται και στους εξής λόγους: βοηθάει το παιδί να αποκτήσει τις γνωστικές προϋποθέσεις που του δίνουν τη δυνατότητα να θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για το αποτέλεσμα των ενεργειών του και στα πρώτα χρόνια ενισχύει τις επιδόσεις του παιδιού και του θέτει προβλήματα ή του αναθέτει καθήκοντα που ανταποκρίνονται στις δυνατότητές του, ώστε να μπαίνει σε ενέργεια ο μηχανισμός της αυτοενίσχυσης. Ακόμα, όταν το παιδί αντεπεξέρχεται με επιτυχία στις απαιτήσεις του άμεσου περιβάλλοντός του, αποκτά αυτοπεποίθηση ότι τα καταφέρνει και αντιμετωπίζει με θετική διάθεση καταστάσεις ή περιστάσεις επίδοσης, γιατί ελπίζει και περιμένει να του δοθεί η ευκαιρία να διαπιστώσει τις δυνάμεις και τις ικανότητές του, πβ. εδώ τη δυναμικότητα της παραδοσιακής οικογένειας, όπως φαίνεται και στην ανάληψη ρόλων και ευθυνών από νωρίς κλπ.. ΄Ενα πολύ καλό “home start” και μια συνεργασία οικογένειας και σχολείου, όπως λ.χ. αυτό γίνεται με την ταύτιση παιδιού-γονιού και ύστερα παιδιού-δασκάλου είναι πάντοτε πολύ σημαντικά.

Ύστερα στο σχολείο και ο εκπαιδευτικός, όπως και ο γονιός, μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο ταύτισης στο παιδί και να επηρεάσει με τον τρόπο αυτό την ανάπτυξη των κινήτρων του για επίδοση. Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως και για κάθε ταύτιση, αποτελεί η θετική συναισθηματική σχέση του παιδιού με τον εκπαιδευτικό. Έτσι ταυτιζόμενο το παιδί με τον εκπαιδευτικό προσπαθεί να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του και να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του, αφού έτσι κερδίζει και την αναγνώρισή του: ενισχύεται έτσι η συμπεριφορά του και η ενίσχυση έχει ως συνέπεια την επανάληψη της συμπεριφοράς με την ελπίδα της παραπέρα ενίσχυσης. Παιδιά που έχουν αναπτύξει ομαλή συναισθηματική σχέση και ταυτίζονται με τους γονείς τους, επεκτείνουν και απέναντι στον εκπαιδευτικό κανονικά τη διαδικασία αυτή, ενώ δυσκολίες έχουν τα παραμελημένα από τους γονείς παιδιά -πβ. σχετικές έρευνες- που έρχονται με βεβαρυμένο συναισθηματικό παρελθόν στο σχολείο, γιατί δεν έχουν ασκηθεί στη διαδικασία της ταύτισης και παρουσιάζουν διαταραχές συμπεριφοράς, επομένως δυσχεραίνουν το έργο του εκπαιδευτικού ως προς τη σωστή αντιμετώπιση των ατομικών διαφορών του και ακόμα παραπέρα επιδεινώνουν την προβληματική κατάσταση τέτοιων περιπτώσεων αν δεν προσέξουν επαρκώς. Εκτός όμως από το να προσφέρουν τον εαυτό τους ως πρότυπο οι εκπαιδευτικοί, μπορούν ακόμα να δράσουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη των κινήτρων επίδοσης των μαθητών εξασφαλίζοντας μια ζεστή, ευχάριστη και ελεύθερη ατμόσφαιρα, όπου είναι δυνατό να γίνονται αποδεκτές οι ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά και οι αδυναμίες, οι ατομικές διαφορές των παιδιών και αφού το βάρος του προγράμματος πέφτει πάνω στο να συνηθίσουν τα παιδιά να βλέπουν τον εαυτό τους ως αίτιο της επιτυχίας ή αποτυχίας των ενεργειών τους(ανάληψη ευθύνης) μέσω στόχων επιτεύξιμων και ρεαλιστικών, άσκησης των μαθητών στην αυτογνωσία(επαφή με ικανότητες και αδυναμίες), καθορισμού συγκεκριμένων τρόπων επίτευξης στόχων και επανατροφοδότησης απευθείας από το αποτέλεσμα ενεργειών ή από τον εκπαιδευτικό. Και η τάξη πάντως ως ομάδα επηρεάζει αποφασιστικά την ανάπτυξη και δραστηριοποίηση των κινήτρων επίδοσης και μάθησης, αφού στην τάξη ικανοποιείται ενμέρει και η ανάγκη των μαθητών για κοινωνικοποίηση, συντροφιά, αναγνώριση, συνεργασία, συμμετοχής σε χαρές και λύπες.

Όλα αυτά τώρα στην ορθόδοξη χριστιανική αγωγή των παιδιών έχει ή -και να μην έχει πολλές φορές, όπως φαίνεται και στην πράξη- θα όφειλε να έχει ένα και μοναδικό σκοπό: την αφαίρεση ενός και μόνο γράμματος -του ρ- και τη μετατροπή του (ενός) πνεύματος(από ψιλή σε δασεία) από μια λέξη, που αποδίδει πολύ πετυχημένα το γενικότερο, αλλά και το διαχρονικό ταυτόχρονα, χαρακτήρα αυτής της ηλικίας: άγριον η νεότης. Ακριβώς αυτή είναι η ηλικία όπου τα παιδιά μας δονούνται από την κλήση του αγίου και του ήρωα, κατέχονται από τον πόθο να μεταρρυθμίσουν τον κόσμο, να καταλύσουν το κακό, να κάνουν να βασιλέψει η απόλυτη δικαιοσύνη. Ασφαλώς η προαίρεση και η ελεύθερη επιλογή του καλού και απόρριψη κάθε μορφής κακού αποτελεί βασικό σκοπό της αγωγής ώστε να πολλαπλασιαστούν τα εσωτερικά κίνητρα κοινωνικής συμπεριφοράς που τόσο έχουμε ανάγκη στην αντικοινωνική παγκοσμιοποιημένη μας κοινωνία. Ένα μικρό δείγμα καλής γραφής κατά γενική ομολογία υπήρξε το καλοκαιρινό εργαστήρι μας στα Λακώνια(*). Δείγμα γραφής εθελοντικής διαβίου παιδείας από γονείς και κηδεμόνες σε συνεργασία με άλλους επαγγελματίες φορείς αγωγής της μικρής μας κοινωνίας.

Μ. Τσακιράκης, εκπαιδευτικός-Θεολόγος

Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 18 Οκτώβριος 2011 21:17  

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση