ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ - THEOLOGOI-KRITIS.SCH.GR

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς
Αρχική Αρθρογραφία Και μετά ΑΣΤΕΓΩΝ και ΑΠΟΡΩΝ ελογίσθην

Και μετά ΑΣΤΕΓΩΝ και ΑΠΟΡΩΝ ελογίσθην

E-mail Εκτύπωση

Και μετά ΑΣΤΕΓΩΝ και ΑΠΟΡΩΝ ελογίσθην

Κοινωνίας κατόψεις

Στάση Πειραιώς, στην οδό Σοφοκλέους 70, στην περιοχή της Ομόνοιας. Εκεί, στο “Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων” (ΚΥΑΔΑ), συνωστίζονται οι άστεγοι και άποροι, για ένα πιάτο φαγητό, μετά το μεσημέρι και νωρίς το απόγευμα, σε μια περιοχή όπου το Αραβικό, το Ινδικό και το Κινέζικο στοιχείο συνυπάρχει(;) και αναμετρά τις δυνάμεις του. Η περιοχή είναι “απαγορευτική” για τους αμύητους και επισφαλής για τους υποψιασμένους, καθώς επιτάσσει διαρκή εγρήγορση από μέρους των περαστικών -κυρίως όσων δεν ανήκουν στις παραπάνω ομάδες- προκειμένου να μην έχουν δυσάρεστη κατάληξη.

Εκεί βρέθηκα κι εγώ ένα μεσημέρι του Ιουλίου -περισσότερο από ενδιαφέρον και λιγότερο από περιέργεια- προκειμένου να διαπιστώσω, από κοντά, όσα διαδραματίζονταν στο συγκεκριμένο χώρο. Είχε προηγηθεί η από μέρους μου επανειλημμένη διαπίστωση πολυφυλετικής και διαφυλικής κινητικότητας στο πάρκο της περιοχής, κατά τις μεσημβρινές ώρες, με κοινό παρονομαστή την εξασφάλιση του επιούσιου. Η συγκεκριμένη θέα από το παράθυρο του δωματίου στο ξενοδοχείο μου, τροφοδοτούσε τα “γεγυμνασμένα αισθητήριά μου”, τις προηγούμενες ημέρες και δεν άφηνε περιθώρια για διαφορετικές εκτιμήσεις.

Ένας εσφαλμένος υπολογισμός, ως προς το χρόνο διανομής του γεύματος, με ώθησε να διαβώ την πύλη του χώρου σίτισης, μισή ώρα πριν από το προβλεπόμενο. Ήδη, περισσότερα από πενήντα άτομα ήταν εκεί, σε στάση αναμονής. Η αμηχανία μου στο έπακρο, επέβαλε την άμεση προσαρμογή μου στα στερεότυπα των απόρων, ώστε να μην κινήσω υποψίες ότι αποτελώ “ξένο σώμα”. Η περιβολή μου δεν θα με πρόδιδε και ήλπιζα να συμβεί το ίδιο και με τη συμπεριφορά μου. Παρακολουθώ διακριτικά τα πρόσωπα, τις ηλικίες, τις αντιδράσεις. Ελάχιστες κουβέντες, κραυγάζουσα σιωπή. Κάποιες κυρίες είναι βέβαιο ότι ήταν κι εκείνες παρείσακτες, όπως κι εγώ. Μια νεαρή μελαμψή φρόντιζε το αγοράκι της στο καροτσάκι, ενώ παραδίπλα ένα κορίτσι από τη Ρωσία έπαιζε με το κουτάβι του, το οποίο έδειχνε να απολαμβάνει την προσοχή της πρόσηβης και όλων μας.

Ο χρόνος κυλά βασανιστικά αργά. Στρέφω το βλέμμα μου στον τοίχο, μπροστά μου και διαβάζω μηχανικά τα συνθήματα που γράφτηκαν κατά καιρούς πάνω του. Οι υπάλληλοι του κέτερινγκ ολοκληρώνουν τη διευθέτηση των αλουμινένιων συσκευασιών, μιας χρήσης (;), με το προσφερόμενο φαγητό. Ο νεαρός που έχει επιφορτιστεί με τη διανομή τους, βρίσκει ευκαιρία για ολιγόλεπτη ανάπαυλα. Χωρίς να αφαιρέσει τα γάντια της μίας χρήσης (;) που φορά, κρατά με το δεξί του χέρι το τσιγάρο, ενώ με το αριστερό φέρνει ένα βιβλίο στο ύψος του προσώπου, για να διαβάσει ακόμη μια σελίδα.

Οι άστεγοι πυκνώνουν. Μπροστά οι άνδρες, σε τέσσερις συστοιχίες. Οι γυναίκες πιο πίσω. Οι περισσότεροι, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, κρατούν νάιλον σακούλες ή σακ βουαγιάζ. Είναι εκείνοι που είτε δεν έχουν πρόθεση να καταναλώσουν εκεί το προσφερόμενο, είτε προσδοκούν – καραδοκούν, σε περίσσευμα για το βράδυ…

Η ώρα δεν λέει να προχωρήσει. Είναι 14.45 και πλέον υποψιάζομαι ότι η διανομή θα ξεκινήσει στις 15.00. Δίπλα μου έρχεται ένας κύριος περί τα σαράντα, Αραβικής καταγωγής. Κάθεται οκλαδόν στο έδαφος, όπως και άλλοι. Τους μιμούμαι και ας μην είναι κάτι το οποίο θα επιθυμούσα τη στιγμή εκείνη. Με ρωτά για την ώρα, σε μια προσπάθεια περισσότερο να πιάσει κουβέντα και λιγότερο να πληροφορηθεί τον ακριβή χρόνο. Απαντώ μονολεκτικά και με την ακόλουθη σιωπή μου τον αποθαρρύνω να αναπτύξει διάλογο. Όχι ότι δεν το ήθελα, απλά ο ενδόμυχος φόβος μη ρωτήσει κάτι για μένα, με ωθεί σε συστολή και σιγή. Απέναντί μου βρίσκεται ένας άλλος, νεότερος, επίσης Αραβικής καταγωγής, του οποίου τα μπράτσα φέρουν βαθιές επάλληλες χαραγές, οδηγώντας με στο συμπέρασμα ότι αποτελούν τα μόνιμα “παράσημά” του, μετά από αιματηρή συμπλοκή, στο παρελθόν.

Η ώρα έφτασε! Το “σύνθημα” δόθηκε κι εμείς, περίπου διακόσια άτομα, σε υποτυπώδη σειρά, προωθούμαστε -σαν φυλακισμένοι- σε γκρούπ των 5-6 ατόμων, μπροστά στο γκισέ με το φαγητό. Και πάλι αμηχανία με καταλαμβάνει. Θα περάσω ή θα με καταλάβουν; Πίσω από το γκισέ βρίσκονται οι αρμόδιοι του κέτερινγκ και δύο ιερείς (παρακείμενης ενορίας, σκέφτομαι, που πρόσφεραν το γεύμα). Ο ένας, ο γηραιότερος, δείχνει να επιθυμεί για τον εαυτό του μια τυπική παρουσία, απλά διότι “έτσι πρέπει”. Ο άλλος ο νεότερος, διανέμει το κομμάτι το ψωμί, στον καθένα από εμάς. Παίρνω το αλουμινένιο σκεύος με το φαγητό. Περνώ για τη μερίδα μου στον επιούσιο άρτο. Δεν κοιτώ το μικρότερό μου ηλικιακά κληρικό στα μάτια. Θέλεις από συστολή, από φόβο, πάντως δεν τον κοιτώ! Περιμένω να αφήσει, στην ανοικτή παλάμη της επαιτείας, το κομμάτι του ψωμιού, όμως δεν το αφήνει. Μάλλον κατάλαβε πως δεν είμαι αλλόθρησκος και περιμένει να του φιλήσω το χέρι. Κι όμως, εγώ που “από μικρός συνήθισα να προσκυνώ χέρια παπάδων…” (Ντίνος Χριστιανόπουλος, “Προσκυνήματα”), δεν του το φιλώ! Δεν θέλω να το φιλήσω! Ευτυχώς, το μαρτύριό μου τελειώνει μετά από κάμποσα δευτερόλεπτα -που φάνταζαν αιώνες- όταν αποφασίζει, πλέον, να αφήσει το κομμάτι του ψωμιού στο προτεταμένο χέρι μου.

Απομακρύνομαι με το σκεύος του φαγητού, το ψωμί και το κουβέρ, προκειμένου να βρω τόπο για να καθίσω. Πιασμένες οι περισσότερες θέσεις. Υποψιάζομαι ότι κι εδώ τηρούνται, άτυπα, οι “προκαθορισμένες” θέσεις μεταξύ των σιτιζομένων (όπως διαπίστωνα από το παράθυρο του ξενοδοχείου, τις προηγούμενες μέρες). Στην άκρη του πάρκου δύο τοξικομανείς, κάποιας ηλικίας, δοκιμάζουν το φαγητό τους. Υπήρχε μια κενή θέση δίπλα τους. Εκεί πήγα και κάθισα. Αν αναρωτιέστε το γιατί, δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση. Ίσως διότι ποτέ στη ζωή μου δεν κάνω διακρίσεις στους ανθρώπους και δεν υπολογίζω το ρίσκο -και ας δείχνω το αντίθετο στην καθημερινότητά μου-. Εξάλλου η θέση ήταν ιδανική για να έχω πλήρη οπτική επαφή σε όλο το πάρκο, στους συνδαιτυμόνες.

Παρατηρώ αντιδράσεις. Κάποιοι γεύονται με βιασύνη το προσφερόμενο. Κάποιοι άλλοι ανοίγουν το σκεύος και φυλάσσουν το περιεχόμενό του μαζί με άλλο που πήραν λίγο νωρίτερα. Ορισμένοι θυμίζουν τα μικρά παιδιά που κυκλώνουν με τα χέρια τους ό,τι τους δίδεται, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την πιθανή (!) αρπαγή του.

Διαβάζω το περιεχόμενο του φαγητού στην αυτοκόλλητη ετικέτα στο σκέπασμα του σκεύους, πριν το ανοίξω: “Μακαρόνια με ραγού λαχανικών”. Οξύμωρο το σχήμα, σκέφτομαι. Ονομασία φαγητού σε εκλεπτυσμένο εστιατόριο, για κατανάλωση… στο πεζοδρόμιο. Χαμογελώ μέσα μου κι ας προσπαθώ να δείχνω σα να βρίσκομαι στο φυσικό μου χώρο. Ανοίγω το σκέπασμα. Μακαρόνια, νούμερο πέντε, στη σάλτσα, με ίχνη αρακά, καρότου και ψιλοκομμένα φασολάκια. Ουδέτερη γεύση. Δύο κυρίες από διαφορετικά τραπέζια διαλαλούν την επιθυμία τους να ανταλλάξουν το αλάτι που κρατά η μία, με το πιπέρι που έχει μαζί της η άλλη, για να νοστιμέψουν το φαγητό.

Είμαι τυχερός που το κομμάτι το ψωμί μου ήταν οριακά ξερό, οπότε συνόδεψα το ζυμαρικό. Κάποιος άλλος δίπλα, χτυπά κυριολεκτικά το δικό του κομμάτι στο πέτρινο τραπέζι, για να δείξει στους άλλους ότι είναι ακατάλληλο προς βρώσιν, εφόσον, ακόμη και μετά την πράξη αυτή, ούτε θρυμματίζεται, ούτε μεταβάλλεται η μάζα του. Τρώω αργά και παρατηρώ διακριτικά τριγύρω, συμπεριφορές και συζητήσεις. Ο ένας τοξικομανής δίπλα μου ακούει σιωπηρά το λαλίστατο και διαμαρτυρόμενο ομοτράπεζό του, μέχρι που τον παίρνει ο ύπνος (εξαιτίας των ναρκωτικών) πάνω στο φαγητό. Ο άλλος διαμαρτύρεται για το ακριβό σλίπινγκ μπαγκ που χάρισε σε άλλον άστεγο και, ενώ το στερήθηκε ο ίδιος, ο ανάδοχός του, το πούλησε. Έτσι πρέπει να είναι η καθημερινότητά τους, σκέφτηκα!

Μια άλλη κυρία, στο μέσον του πάρκου “παραλληλίζει” το σώμα της με το έδαφος, από την καταβολή των ναρκωτικών και προσπαθεί να φέρει μια πιρουνιά από το φαγητό στο στόμα της. Δυστυχώς, προσφέρει περισσότερη τροφή στα άπληστα περιστέρια που την περιβάλλουν, επωφελούμενα από τη δική της αστάθεια.

Απέναντί μου στο τραπέζι έρχεται και κάθεται ένας γεροδεμένος νέος, από αυτούς που καταλαβαίνεις ότι είναι παρείσακτοι στο χώρο. Τα πρώτα σχόλιά του για το απεχθές φαγητό, το σκληρό ψωμί που “προσβάλλει” τον “εκλεπτυσμένο” ουρανίσκο του, επιβεβαιώνουν την υπόθεσή μου. Ανοίγει διάλογο με τον γηραιό άστεγο, δίπλα του. Αντικείμενο της κριτικής του -τυχαία- οι “παπάδες και η φιλαργυρία” τους. Αφηγούνται περιστατικά που υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι των γεγονότων. Εγώ, μολονότι γνωρίζω πολύ καλά το χώρο, τόσα χρόνια, σιωπώ. Το υποψιασμένο μάτι μου τον κατατάσσει στους σχετικούς με τα “εκκλησιαστικά”, σε εκείνους που, “χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ” (Κων/νος Καβάφης, “Τείχη”) φλερτάρουν διαρκώς μεταξύ ιερού και βέβηλου. Η αποστροφή του λόγου του, λίγο αργότερα, για φοίτησή του στην Εκκλησιαστική εκπαίδευση κατά το παρελθόν, επιβεβαιώνει ξανά την υπόθεσή μου. Εγώ πάντως δεν αντιδρώ, δεν συμμετέχω. Ακούω το διάλογο, αλλά μένω απαθής. Προσποιούμαι ότι δεν άκουσα…

Το ξαφνικό σφύριγμα του υπευθύνου και οι επαναλαμβανόμενες προσταγές του για να αποχωρίσουμε, διακόπτουν τις σκέψεις μου και κάνουν το γεροδεμένο νεαρό να διαμαρτύρεται ότι μας συμπεριφέρονται λες και είμαστε στη φυλακή, για να δεχτεί σχετικό ερώτημα για το παρελθόν του, από τον άστεγο, στον οποίο και απαντά αρνητικά.

Αποχωρώ, σιωπηρά, όπως ήρθα, βυθισμένος στις σκέψεις μου. Λίγο αργότερα, όταν βρίσκομαι στο δωμάτιο του ξενοδοχείο, με θέα το άδειο πάρκο, περνούν οι εικόνες από το μυαλό μου και στοχάζομαι!

Συλλογίζομαι την κατάσταση της κοινωνίας μας σήμερα. Το πως επιτρέπουμε, με τη δράση ή την αδράνεια και την αναλγησία μας, τη δημιουργία αυτών των καταστάσεων. Το πως αμαυρώνεται η εικόνα του ανθρώπου, το πως υποτιμάται και πόσο αποτιμάται η αξιοπρέπειά του. Συλλογίζομαι τα ημίμετρα που βαπτίζονται μέτρα και διαιωνίζουν την κατάσταση των κοινωνικών ανισοτήτων, της υποτέλειας.

Οι εκκλησιαστικοί άνδρες, οι πολιτικοί, κ.ά., αρέσκονται να κάνουν λόγο για “πτωχούς” και “νεόπτωχους”, στις δημόσιες εμφανίσεις τους, στους λόγους τους, όταν αναφέρονται στις ομάδες αυτές. Ο όρος “νεό-πτωχος” αποπροσωποποιεί και περιθωριοποιεί τον άλλο. Τον αποξενώνει και αποδίδεται με κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια. Φορτίζει το “νεό-πτωχο” με μια δόση ενοχής και αυτομεμψίας, εφόσον περιορίζει το μερίδιο ευθύνης για την ένδεια, σε εκείνον, που “γυμνώθηκε της πρώην απάτης”, εξαιτίας των εσφαλμένων επιλογών του… Κάθε φροντίδα προς το “νεό-πτωχο” θεωρείται ελεημοσύνη (πράξη η οποία δεν ταυτίζεται με τη φ ι λ α ν θ ρ ω π ί α) και ευεργεσία (!), πράξη ανωτερότητας από μέρους των ισχυρών, που βρίσκουν άλλοθι με αυτήν, για να απομακρύνουν την υποχρέωσή τους να του προσφέρουν θέση εργασίας και να τον αποκαταστήσουν, να τον δεχτούν, ως “ίσος προς ίσον”.

Εγώ πάντως προτιμώ τον όρο “Συνάνθρωπος”. Όχι μονάχα διότι είναι φορτισμένος εκκλησιαστικά, αλλά διότι ο “συνάνθρωπος” αναγνωρίζεται ως ίσος, όχι ως κατώτερος, όχι ως περιθωριακός. Ο όρος εμπεριέχει το στοιχείο της συνύπαρξης, της συνευθύνης, της επιβεβλημένης θεραπείας του τραύματος του σώματος (εκκλησιαστικού, κοινωνικού), όταν πάσχει, εφόσον: “είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη” (Α΄ Κορ. 12, 26).

Βέβαια, που να βρεθεί διάθεση για τέτοιες θεωρήσεις και δραστηριότητες, σε κοινωνικό και εκκλησιαστικό επίπεδο! Η απόκλιση μεταξύ θεωρίας και πράξης θα πρέπει να θεωρείται, δυστυχώς, δεδομένη και ενέχει, εν πολλοίς, το στοιχείο του δόλου…

Η θέα των συνανθρώπων μας στο πάρκο, η ολιγόωρη παρουσία μου “μετά αστέγων και απόρων”, έφερε για πολλοστή φορά στη σκέψη μου όσα ακούω στα ΜΜΕ και διαβάζω σε έντυπα και διαδικτυακά φόρουμ, περί “συσσιτίων”, “κοινωνικών παντοπωλείων” και “ιατροφαρμακευτικής μέριμνας” υπέρ των αναξιοπαθούντων. Προσωπικά ενοχλούμαι και ελέγχομαι συνειδησιακά κι ας μην εμπλέκομαι στην όλη διαδικασία κι ας είμαι κι εγώ θύμα του “συστήματος”… Βέβαια, σέβομαι το δικαίωμα ενός πολιτικού και εκκλησιαστικού φορέα, ενός επισκόπου, ενός εφημερίου, να διαφημίζει το έργο του (εννοείται ότι πάντοτε αναζητώ το κίνητρο της προβολής), όμως διερωτώμαι: από πότε το αυτονόητο ή αν θέλετε το οφειλόμενο, ένα έργο αγάπης προς το συνάνθρωπο, διεκδικεί θέση επιτεύγματος και ανδραγαθήματος ενός μονοπρόσωπου ή συλλογικού οργάνου; Μήπως ξεχνούμε την ευαγγελική ρήση: “σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου, όπως η (είναι) σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ” ; (Μθ. 6, 3-4)

Από το παράθυρο, πλέον, του ξενοδοχείου συλλογίζομαι όσα έγιναν και στοχάζομαι το αύριο. Με ρωτάτε αν θα πήγαινα ξανά σε συσσίτιο απόρων; Δεν ξέρω! Ίσως να θέλω να ξορκίσω την ιδέα, επαναπαυόμενος στην ολιγάρκειά μου. Ίσως πάλι και να πήγαινα. Εξάλλου, δύσκολη θεωρείται η πρώτη φορά! Εκείνο που συλλογίζομαι την ώρα αυτή, είναι ο “δεσμώτης” συνάνθρωπός μου, του οποίου η αξιοπρέπεια “στοιβάζεται” και το πρόσωπο “δεσμείται” μέσα στα κάγκελα ενός πάρκου της Ομόνοιας, όπως επίσης και σε κάθε κέντρο σίτισης αστέγων και απόρων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι εκείνος ο “δεσμώτης” συνάνθρωπος, οποίος επιθυμεί “χορτασθήναι από των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου” (Λκ. 16, 21)… Στη σκέψη μου έρχονται την ώρα αυτή οι ακόλουθοι στίχοι (μετ. Γιάννης Ρίτσος, προσαρμοσμένοι στην περίσταση) από το ποίημα “Μικρόκοσμος” του τούρκου λογοτέχνη, Nazim Hikmet (Ναζίμ Κικμέτ, 1902-1963), ο οποίος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη:

“… Φράξαν το δρόμο ενός ανθρώπου

Αλυσόδεσαν έναν άνθρωπο (τον κάθε άνθρωπο) την ώρα που εβάδιζε…”

(γράφει ο γράφει ο Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης, εκλ. Επίκουρος Καθηγητής Α.Ε.Α.Η.Κ., λογοτέχνης και συγγραφέας, Μέλος του Διαδικτυακού Πρόγραμματος Δημοσιογραφίας, καθώς και «Ψυχολογίας & Συμβουλευτικής» της Ακαδημίας των Πολιτών Ηρακλείου Κρήτης)

Πηγή: a-typos.gr

Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 04 Αύγουστος 2013 23:12  

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση