ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ - THEOLOGOI-KRITIS.SCH.GR

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς
Αρχική Αρθρογραφία Η Καινή Διαθήκη και οι αντιρρήσεις για την αξιοπιστία της

Η Καινή Διαθήκη και οι αντιρρήσεις για την αξιοπιστία της

E-mail Εκτύπωση

Αυτό το άρθρο δεν προσφέρει κάποια νέα γνώση στους θεολόγους, όμως μια τέτοια συνοπτική παρουσίαση ίσως παρέχει τη δυνατότητα παιδαγωγικής αξιοποίησης. Το άρθρο τίθεται στη διάθεση κάθε συναδέλφου θεολόγου για οποιουδήποτε είδους εποικοδομητική χρήση, ακόμη και χωρίς αναφορά στην πηγή.

Προηγήθηκε αντίστοιχη παρουσίαση για την Παλαιά Διαθήκη.

Η σημασία της ονομασίας «Καινή Διαθήκη»

Η Καινή Διαθήκη είναι το δεύτερο μέρος της Αγίας Γραφής των χριστιανών, που πρώτο μέρος της έχει την Παλαιά Διαθήκη.

Στην πραγματικότητα, παλαιά και καινή διαθήκη ονομάζονται οι υποσχέσεις του Θεού προς τους ανθρώπους για τη σχέση Του με αυτούς. Η Παλαιά Διαθήκη είναι η υπόσχεση του Θεού προς τον αρχαίο λαό των Εβραίων (Ισραήλ), ότι, όσο παραμένουν πιστοί σε Αυτόν, θα τους ευλογεί και θα τους προστατεύει, καθώς και ότι θα στείλει το Μεσσία (το Χριστό), που θα είναι ο αιώνιος σωτήρας και βασιλιάς του λαού του Θεού.

Η Καινή (=καινούργια) Διαθήκη είναι η διαβεβαίωση του Θεού στην ανθρωπότητα, σε όλους τους λαούς της γης, ότι ο Μεσσίας ήρθε και είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, και η υπόσχεσή Του ότι όλοι όσοι θα ζήσουν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, δηλαδή τον παράδεισο.

Οι υποσχέσεις αυτές ονομάζονται διαθήκες, όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή (που βρίσκεται μέσα στο βιβλίο που λέμε Καινή Διαθήκη), επειδή κάθε διαθήκη ισχύει με το θάνατο εκείνου που τη συνέταξε, και η διαθήκη του Θεού, με την οποία κάνει τους ανθρώπους κληρονόμους της βασιλείας Του, ισχύει μετά το θάνατο του Ιησού Χριστού, που είναι ο Υιός του Θεού και Θεός, το ένα από τα τρία πρόσωπα της τριαδικής Θεότητας, της Αγίας Τριάδας (δείτε σχετικά στην προς Εβραίους επιστολή, κεφ. 19, στίχοι 16-17).

Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η προετοιμασία των ανθρώπων για την Καινή Διαθήκη. Όπως η Καινή Διαθήκη (δηλαδή η υπόσχεση του Θεού προς τους ανθρώπους για την κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών) επισφραγίστηκε με το αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το οποίο χύθηκε στο σταυρό και βρίσκεται επίσης στο ποτήριο της θείας μετάληψης, έτσι και η Παλαιά Διαθήκη επισφραγιζόταν με το αίμα των ζώων, που θυσίαζαν οι Εβραίοι κατά τη λατρεία του αληθινού Θεού στο αρχαίο Ισραήλ. Οι θυσίες ζώων ήταν συνηθισμένη πρακτική λατρείας σε όλες τις θρησκείες. Μόνο που οι ειδωλολατρικές θρησκείες, αυτά τα ζώα τα πρόσφεραν στους «θεούς» (και πολλές φορές θυσίαζαν και ανθρώπους!), ενώ στην Παλαιά Διαθήκη οι θυσίες ανθρώπων απαγορεύονται και οι θυσίες των ζώων προσφέρονται για τη συγχώρηση των αμαρτιών των ανθρώπων, είναι δηλαδή συμβολισμός (προτύπωση) της θυσίας του αναμενόμενου Μεσσία, του Χριστού, που θα έσωζε τους ανθρώπους με τη δική Του θυσία, το θάνατό Του.

Μόνο που (όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος) το αίμα των ζώων δεν εξαφανίζει τις αμαρτίες και δεν τελειοποιεί τον άνθρωπο. Αυτό το κάνει μόνο το άγιο αίμα του Ιησού Χριστού (προς Εβραίους επιστολή, κεφάλαια 9 και 10).

Ο όρος «καινή διαθήκη» είναι παρμένος από την Αγία Γραφή. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός, μέσω του προφήτη Ιερεμία, λέει: «ιδού, έρχονται ημέρες, κατά τις οποίες θα συντάξω για το λαό των Ιουδαίων μια νέα διαθήκη» (στο αρχαίο: διαθήκην καινήν) «…θα δώσω νόμους στο μυαλό τους και θα τους γράψω στην καρδιά τους· και θα είμαι ο Θεός τους και εκείνοι θα είναι ο λαός μου· όλοι θα με γνωρίζουν και εγώ θα συγχωρήσω τις αμαρτίες τους» (βιβλίο του Ιερεμία, στην Π.Δ., κεφ. 38, 31-34). Η νέα αυτή διαθήκη βεβαίως δεν απευθύνεται μόνο στους Ιουδαίους (τους Εβραίους), αλλά στο συμβολικό «νέο Ισραήλ», δηλαδή όλη την ανθρωπότητα, που είναι προσκαλεσμένη για τη βασιλεία του Θεού μέσω του Ιησού Χριστού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας Του.

Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιησούς Χριστός, όταν κοινώνησε τους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, είπε: «αυτό το ποτήρι είναι η καινή διαθήκη, με το αίμα μου, που χύνεται για εσάς» (κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 22, στίχος 20).

Έτσι, όπως τα βιβλία των αρχαίων προφητών συγκεντρώθηκαν σε μια συλλογή, η οποία ονομάστηκε Παλαιά Διαθήκη (δηλαδή η παλαιά έκφραση του θελήματος και της υπόσχεσης του Θεού), έτσι τα βιβλία των μαθητών του Χριστού συγκεντρώθηκαν σε μια συλλογή, η οποία ονομάστηκε Καινή Διαθήκη.

Ποια είναι αυτά τα βιβλία των μαθητών του Χριστού, που αποτελούν την Καινή Διαθήκη;

Α) Τα τέσσερα ευαγγέλια και οι συγγραφείς τους

Στην αρχή του βιβλίου που ονομάζεται Καινή Διαθήκη βρίσκονται τα τέσσερα ευαγγέλια: το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον, το κατά Λουκάν και το κατά Ιωάννην, τα οποία διηγούνται τα βασικά σημεία της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού, με σημαντικότερα γεγονότα τη σταύρωση και την ανάστασή Του.

Η αρχαία λέξη «ευαγγέλιο» σημαίνει «καλή είδηση» και υπάρχει στην αρχή του κατά Μάρκον ευαγγελίου, το οποίο ξεκινά με τη φράση: «αρχή του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του υιού του Θεού». Στην πραγματικότητα, ένα ευαγγέλιο υπάρχει: το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, δηλαδή η καλή είδηση ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να κάνει κάθε άνθρωπο υιό του Θεού. Γι’ αυτό, τα τέσσερα βιβλία, που αφηγούνται τα γεγονότα της επίγειας ζωής και δράσης του Χριστού, οι χριστιανοί τα ονόμασαν ευαγγέλια.

Επειδή λοιπόν υπάρχει μόνον ένα ευαγγέλιο, το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, το οποίο όμως είναι γραμμένο με τέσσερις διαφορετικές μορφές, γι’ αυτό δεν λέμε «το ευαγγέλιο του Ματθαίου», «του Μάρκου», «του Λουκά» και «του Ιωάννη», αλλά «το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο» (δηλαδή το ευαγγέλιο του Χριστού, κατά το Ματθαίο = σύμφωνα με το Ματθαίο), «το κατά Μάρκον», «το κατά Λουκάν» και «το κατά Ιωάννην».

Αυτά τα τέσσερα βιβλία ονομάζονται επίσης «το τετράμορφο ευαγγέλιο» ή «τετραβάγγελο».

Το παλαιότερο από τα τέσσερα ευαγγέλια είναι το κατά Μάρκον. Ο άγιος ευαγγελιστής Μάρκος ήταν μαθητής του αποστόλου Πέτρου, όμως η μητέρα του ήταν μαθήτρια του Κυρίου. Στο σπίτι της είχε γίνει η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, πενήντα μέρες μετά την ανάσταση του Χριστού, και μάλλον εκεί έγινε και ο Μυστικός Δείπνος. Ο Μάρκος, ως παιδί, πρέπει να γνώρισε το Χριστό και μάλλον είναι ο «νεανίας» που είχε ακολουθήσει κρυφά το Χριστό και τους μαθητές Του μετά το Μυστικό Δείπνο τυλιγμένος με ένα σεντόνι και είδε τη σύλληψη του Κυρίου στον Κήπο της Γεθσημανή. Αυτό το αναφέρει ο ίδιος ο Μάρκος στο κεφάλαιο 14 του κατά Μάρκον ευαγγελίου, στους στίχους 51-52.

Ο ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ένας από τους 12 αποστόλους και, για να γράψει το ευαγγέλιο, είναι φανερό ότι χρησιμοποίησε ως πηγή και το κατά Μάρκον, στο οποίο πρόσθεσε τις δικές του πληροφορίες, που ξεκινούν από τη γέννηση του Χριστού. Το ευαγγέλιό του γράφτηκε δεύτερο, αλλά μπήκε πρώτο στη συλλογή της Καινής Διαθήκης, επειδή αρχίζει να διηγείται την ιστορία του Ιησού Χριστού, όχι απλώς από τη γέννησή Του, αλλά από ένα κατάλογο των προγόνων Του (της γενεαλογίας Του), που ήταν απαραίτητος για να καταλάβουν οι Εβραίοι αναγνώστες του ότι ο Ιησούς ήταν γνήσιος Εβραίος και όχι κάποιος με άγνωστη προέλευση. Βέβαια, οι πρόγονοι που αναφέρει ο άγιος Ματθαίος είναι οι πρόγονοι του αγίου Ιωσήφ, του αρραβωνιαστικού της Παναγίας, όμως από τον παππού του Ιωσήφ και πίσω, μέχρι τον Αβραάμ, είναι και πρόγονοι της Παναγίας, δηλαδή του Χριστού.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς ήταν γιατρός, στενός φίλος και συνεργάτης του αποστόλου Παύλου. Ίσως ήταν και μαθητής του Παύλου. Όμως, κατά μία άποψη, ήταν ένας από τους 70 μαθητές του Χριστού, τους οποίους αναφέρει ο ίδιος ο Λουκάς στο κεφ. 10 του κατά Λουκάν ευαγγελίου, και μάλιστα ίσως είναι ο ένας από τους δύο αποστόλους που συνάντησαν τον Κύριο μετά την ανάστασή Του στο δρόμο προς Εμμαούς, πράγμα που επίσης αναφέρει ο Λουκάς στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του.

Ο άγιος Λουκάς χρησιμοποίησε ως πηγές το κατά Μάρκον και το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, αλλά συμπλήρωσε με πολλές πληροφορίες, που αρχίζουν τη διήγηση της ιστορίας του Χριστού από πολύ νωρίς, από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, και ακόμη πιο πίσω, από την εγκυμοσύνη της αγίας Ελισάβετ, μητέρας του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

Ο Λουκάς είναι ο ευαγγελιστής που δίνει τα περισσότερα στοιχεία για την Παναγία και τα παιδικά χρόνια του Κυρίου και οι φιλόλογοι θεωρούν ότι συνάντησε την Παναγία και πήρε πληροφορίες από την ίδια. Η αρχαία παράδοση της Εκκλησίας λέει ότι ο άγιος Λουκάς είναι ο πρώτος που ζωγράφισε την Παναγία και η αγία μορφή Της έμεινε στην ιστορία από κάποιες αρχαίες εικόνες της, που είχε αγιογραφήσει ο ευαγγελιστής Λουκάς.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ένας από τους 12 μαθητές του Κυρίου και μάλιστα ο μικρότερος σε ηλικία, προς τον οποίο φαίνεται ότι ο Κύριος εκδήλωνε μια κάπως αυξημένη στοργή και προστατευτικότητα, γι’ αυτό και, όπως γράφει ο ίδιος ο Ιωάννης, ήταν ο «αγαπημένος μαθητής» του Ιησού. Ο άγιος Ιωάννης έγραψε το ευαγγέλιο μετά τους άλλους τρεις ευαγγελιστές και φαίνεται ότι θέλησε να συμπληρώσει τις δικές τους διηγήσεις, γι’ αυτό και αφηγείται κυρίως επεισόδια που λείπουν από τα άλλα τρία ευαγγέλια. Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο είναι γραμμένο με φιλοσοφικό τρόπο, επειδή μάλλον απευθυνόταν σε αναγνώστες με φιλοσοφική μόρφωση. Αρχίζει τη διήγησή του (όπως και ο Μάρκος) από τη βάπτιση του Χριστού, δηλαδή όταν ο Κύριος είναι περίπου 30 ετών, αν και στον πρόλογο του ευαγγελίου ο Ιωάννης δίνει ορισμένα πολύ σπουδαία στοιχεία για τη Θεότητα του Χριστού, για την προαιώνια ύπαρξή Του κοντά στο Θεό Πατέρα και για την αποστολή Του στον κόσμο. Εκεί ονομάζει το Χριστό «Λόγο» και «Μονογενή Υιό» του Θεού, ονόματα με βαθιά σημασία, που παίζουν βασικό ρόλο στη διδασκαλία της Εκκλησίας γι’ Αυτόν. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίζεται «άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος».

Β) Οι Πράξεις των αποστόλων

Μετά το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, στην Καινή Διαθήκη βρίσκεται ένα βιβλίο, που λέγεται Πράξεις αποστόλων. Συγγραφέας του είναι ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς και αποτελεί συνέχεια του κατά Λουκάν ευαγγελίου.

Στο βιβλίο αυτό, ο Λουκάς διηγείται την ιστορία των αποστόλων, δηλαδή των μαθητών του Χριστού, ξεκινώντας από την ανάληψή Του και προχωρώντας στην Πεντηκοστή, δηλαδή την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, που φώτισε τους αποστόλους πενήντα μέρες μετά την ανάσταση του Χριστού (γι’ αυτό λέγεται «πεντηκοστή», δηλαδή 50ή ημέρα), και συνεχίζει με τις περιπέτειες των πρώτων χριστιανών, εξηγώντας τον αξιοθαύμαστο τρόπο ζωής τους, που ήταν γεμάτος πίστη, αγάπη και αυτοθυσία. Μιλάει για το μαρτύριο του αγίου Στεφάνου, για τη μετάνοια του αποστόλου Παύλου (που, από θανάσιμος εχθρός των χριστιανών, έγινε απόστολος του Χριστού, μετά από ένα συγκλονιστικό όραμα του θείου Φωτός) και τέλος διηγείται τον αγώνα του Παύλου να μεταδώσει το μήνυμα του Ιησού Χριστού σε όλα τα έθνη, μέχρι που κινδυνεύει να θανατωθεί από τους Ιουδαίους και τελικά φυλακίζεται από τους Ρωμαίους και οδηγείται στη Ρώμη, για να δικαστεί ως ταραχοποιός από το δικαστήριο του αυτοκράτορα.

Οι Πράξεις των αποστόλων (όπως και τα ευαγγέλια) είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, με πολλά διδάγματα, που η μελέτη του θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί πολλά πράγματα στο χριστιανισμό γίνονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ξεκινώντας από την εποχή των αποστόλων και των πρώτων χριστιανών.

Γ) Οι επιστολές των αποστόλων

Μετά τις Πράξεις των αποστόλων, στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν επιστολές, δηλαδή γράμματα, που είχαν στείλει κάποιοι από τους αγίους αποστόλους σε διάφορες κοινότητες πρώτων χριστιανών («τοπικές Εκκλησίες», όπως λέμε, δηλ. συγκεντρώσεις χριστιανών σε διάφορες πόλεις) ή σε πρόσωπα. Αυτές οι επιστολές είναι σπουδαίες, γιατί αναφέρονται σε όλα σχεδόν τα ζητήματα ηθικής και πνευματικής ζωής, καθώς και σε σημαντικά θεολογικά ζητήματα, για το ποιος ήταν ο Ιησούς Χριστός και ποια η αποστολή Του στον κόσμο. Οι επιστολές των αποστόλων, δηλαδή, είναι ένας απαραίτητος οδηγός του ανθρώπου, στην προσπάθειά του να πλησιάσει το Θεό.

Οι απόστολοι είχαν γράψει κι άλλες επιστολές, αλλά στην Καινή Διαθήκη περιλαμβάνονται όσες διασώθηκαν. Έτσι, έχουμε 14 επιστολές του αποστόλου Παύλου, 2 του αποστόλου Πέτρου, 3 του ευαγγελιστή Ιωάννη, μία του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου και μια του αποστόλου Ιούδα (όχι του Ισκαριώτη, που πρόδωσε το Χριστό). Αυτός ο Ιάκωβος και ο Ιούδας είναι δύο από τους λεγόμενους «αδελφούς του Κυρίου», δηλαδή γιοι του αγίου Ιωσήφ από την πρώτη του σύζυγο, που είχε κοιμηθεί πριν εκείνος αρραβωνιαστεί την Παναγία.

Οι 14 επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι: προς Ρωμαίους, Α΄ και Β΄ προς Κορινθίους (δηλ. 1η και 2η επιστολή προς τους πρώτους χριστιανούς της Κορίνθου), προς Γαλάτας, προς Εφεσίους, προς Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς (στην πόλη Κολοσσές της Μικράς Ασίας), Α΄ και Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, προς Τιτον, προς Φιλήμονα και προς Εβραίους.

Οι επιστολές των άλλων αποστόλων χαρακτηρίζονται «καθολικές», δηλαδή «συνολικές», πανανθρώπινες (αυτό σημαίνει η λέξη «καθολικός», πολύ πριν τον υιοθετήσει ως όνομά της η σημερινή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία).

Στη θεία λειτουργία και σε άλλες χριστιανικές τελετές, όταν ο ψάλτης διαβάζει τον Απόστολο (πριν ο ιερέας διαβάσει το Ευαγγέλιο), πρόκειται για ένα απόσπασμα από κάποια επιστολή των αποστόλων (κυρίως του αποστόλου Παύλου) ή από τις Πράξεις των αποστόλων.

Δ) Η Αποκάλυψις του αγίου Ιωάννη

Η Καινή Διαθήκη και ολόκληρη η Αγία Γραφή τελειώνει με τη Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Είναι ένα μεγάλο και πολύπλοκο όραμα, που είδε ο άγιος απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν ήταν ηλικιωμένος και εξόριστος από τους Ρωμαίους στο νησί Πάτμος. Στην πραγματικότητα, είναι «Αποκάλυψις Ιησού Χριστού», που δόθηκε στους ανθρώπους μέσω του Ιωάννη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιωάννης περιέγραφε όσα έβλεπε και τα έγραφε ο μαθητής του, ο άγιος Πρόχωρος.

Η Αποκάλυψη περιέχει επτά επιστολές του Ιησού Χριστού προς επτά χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και, στη συνέχεια, μέσα από ένα είδος ουράνιας θείας λειτουργίας, στην οποία συμμετέχουν άγγελοι, άνθρωποι και ο ίδιος ο Χριστός, με τη συμβολική μορφή θυσιασμένου αρνιού, δίνονται προφητείες για πολλά γεγονότα, που καταλήγουν στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, στην ανάσταση των νεκρών και στην περιγραφή του μελλοντικού παραδείσου και της αιώνιας ζωής των ανθρώπων.

Κεντρική θέση στην Αποκάλυψη έχει ο αγώνας των χριστιανών ενάντια στον Αντίχριστο (το «Θηρίο», όπως τον χαρακτηρίζει), δηλαδή τον τελευταίο δαιμονικό κοσμοκράτορα (μάλλον δεν θα είναι πολιτικός, αλλά κάτοχος οικονομικής εξουσίας), που οι άνθρωποι θα τον προσκυνήσουν σαν θεό και εκείνος θα σκοτώσει όποιον δεν τον προσκυνήσει. Ο Αντίχριστος θα πέσει από την εξουσία με έναν μεγάλο πόλεμο, τον Αρμαγεδδώνα, και με παρέμβαση του ίδιου του Χριστού.

Αν και τα περισσότερα γεγονότα που περιγράφει η Αποκάλυψη είναι δραματικά, όμως το μήνυμά της είναι αισιόδοξο και ενθαρρυντικό: στο τέλος ο Χριστός θα νικήσει, ενώ το Κακό, ο διάβολος και οι συνεργάτες του, θα νικηθούν και θα εξουδετερωθούν για πάντα. Οι νεκροί θα αναστηθούν και, όσοι θα είναι «γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής», επειδή ήταν πιστοί και ενάρετοι, θα ζήσουν στη βασιλεία του Θεού, δηλαδή στον παράδεισο. Κάποιοι όμως (οι αμετανόητοι υπηρέτες του ψεύδους, της διαφθοράς και του διαβόλου) δεν θα μπουν στον παράδεισο, αλλά στην κόλαση.

Η Αποκάλυψη είναι αδύνατον να ερμηνευτεί με βεβαιότητα. Περιέχει έντονο συμβολικό στοιχείο, που δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς με τι είδους γεγονότα θα επαληθευτεί. Μπορούμε να καταλάβουμε μόνο γενικά πράγματα, με τη βοήθεια των ευαγγελίων και των επιστολών των αποστόλων, όπου ο Κύριος και οι απόστολοι δίνουν κάποιες συμπληρωματικές πληροφορίες για τον Αντίχριστο, τη Δευτέρα Παρουσία, την ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή.

Αντιρρήσεις και αμφιβολίες για την Καινή Διαθήκη

Ας μιλήσουμε για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της Καινής Διαθήκης, δίνοντας μερικά ακόμη στοιχεία για τη δημιουργία της.

Πότε γράφτηκε η Καινή Διαθήκη και πότε καθιερώθηκε στην Εκκλησία;

Έχουμε ένα σίγουρο στοιχείο, που βεβαιώνει ότι τα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, Μάρκον και Λουκάν είχαν γραφτεί το αργότερο μέχρι περίπου το 60 μ.Χ. Αυτό το στοιχείο το παίρνουμε από το βιβλίο Πράξεις των αποστόλων, που βρίσκεται κι αυτό μέσα στην Καινή Διαθήκη, μετά τα τέσσερα ευαγγέλια.

Οι Πράξεις των αποστόλων γράφτηκαν από τον ευαγγελιστή Λουκά και αρχίζουν τη διήγησή τους από εκεί ακριβώς που τελειώνει το κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Οι Πράξεις λοιπόν σίγουρα γράφτηκαν γύρω στο 60 μ.Χ., γιατί δεν αναφέρουν τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας των πρώτων χριστιανών που συνέβησαν μετά το 60 μ.Χ., όπως το λιθοβολισμό μέχρι θανάτου του αγίου Ιάκωβου του Αδελφόθεου (62 μ.Χ.) και το μαρτύριο των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου (περίπου 65 μ.Χ.), ούτε βέβαια την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ.

Αφού λοιπόν οι Πράξεις είναι συνέχεια του κατά Λουκάν ευαγγελίου, το ευαγγέλιο γράφτηκε νωρίτερα. Όμως το κατά Λουκάν γράφτηκε μετά από τα ευαγγέλια κατά Ματθαίον και κατά Μάρκον, γιατί έχει μέσα ολόκληρα κομμάτια τους. Συνεπώς, τα τρία αυτά ευαγγέλια γράφτηκαν το αργότερο μέχρι το 60 μ.Χ. Το πρώτο δηλαδή ευαγγέλιο ίσως γράφτηκε και το 40 ή το 50 μ.Χ., δεν γνωρίζουμε όμως πότε.

Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο γράφτηκε μερικά χρόνια ή λίγες δεκαετίες αργότερα. Κατά μία άποψη, γράφτηκε πριν το 70 μ.Χ., γιατί στο κεφάλαιο 5, στίχος 2, αναφέρει την Κολυμπήθρα της Βηθεσδά σαν να υπήρχε ακόμη στην εποχή του, ενώ εκείνο το μέρος, μαζί με ολόκληρη την Ιερουσαλήμ, καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ.

Οι επιστολές των αποστόλων Ιάκωβου, Πέτρου και Παύλου γράφτηκαν πριν το μαρτύριό τους φυσικά, δηλαδή πριν το 65 και το 62 μ.Χ. αντίστοιχα. Η πιο παλιά από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου που έχουμε θεωρείται η Α΄ προς Θεσσαλονικείς, που χρονολογείται γύρω στο 45 μ.Χ.

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη τοποθετείται στα χρόνια 94-96 μ.Χ., δηλαδή την εποχή του διωγμού των χριστιανών από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομιτιανό, που ο απόστολος Ιωάννης ήταν εξόριστος στην Πάτμο (Αποκάλυψις, κεφ. 1, στίχ. 9).

Οι επιστολές του Ιωάννη και η επιστολή Ιούδα τοποθετούνται μέσα στον πρώτο αιώνα μ.Χ.

Η Εκκλησία (δηλαδή το σύνολο των χριστιανών) παρέλαβε από την αρχή της ύπαρξής της τέσσερα ευαγγέλια, τις Πράξεις, την Αποκάλυψη και τις συγκεκριμένες επιστολές των αποστόλων που έχουμε και σήμερα. Αυτό το γνωρίζουμε από τις αναφορές που κάνουν σε αυτά τα βιβλία οι χριστιανοί συγγραφείς του 2ου αιώνα μ.Χ.

Οι παλαιότεροι τέτοιοι συγγραφείς, που ήταν μαθητές των ίδιων των αποστόλων, είναι οι άγιοι Ιγνάτιος Αντιοχείας, Πολύκαρπος Σμύρνης και Κλήμης Ρώμης, καθώς και ο Παπίας, επίσκοπος Ιεραπόλεως της Φρυγίας (στη Μικρά Ασία), ενώ σώζονται και έργα άγνωστων συγγραφέων, όπως η Διδαχή των 12 Αποστόλων, η λεγόμενη «Επιστολή του Βαρνάβα» (που δεν είναι όμως έργο του αγίου αποστόλου Βαρνάβα) και η Επιστολή προς Διόγνητον. Καθώς προχωρεί ο 2ος αιώνας μ.Χ. έχουμε πολλούς χριστιανούς συγγραφείς, όπως οι άγιοι Αριστείδης, Αθηναγόρας, Ιουστίνος, Θεόφιλος Αντιοχείας κ.ά., αλλά και ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, από τους οποίους φαίνεται πλέον ότι η Εκκλησία διάβαζε τα ίδια ιερά βιβλία που διαβάζουμε κι εμείς σήμερα. Μάλιστα, ο άγιος Ειρηναίος είναι ο πρώτος χριστιανός συγγραφέας που έγραψε κατάλογο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης (γύρω στο 170 μ.Χ.), για να απαντήσει στον κατάλογο που είχε γράψει ένας αιρετικός, ο Μαρκίων, ο οποίος έβαζε μόνο δέκα επιστολές του Παύλου (από τις δεκατέσσερις) και το κατά Λουκάν ευαγγέλιο κουτσουρεμένο.

Έτσι, δεν χρειάστηκε η Εκκλησία να πάρει κάποια «επίσημη απόφαση» για το ποια είναι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ήξερε ποια είναι από τους αρχαίους αγίους της, που τα είχαν παραλάβει από τους ίδιους τους αποστόλους. Μόνο για μερικές επιστολές (όπως του Ιάκωβου και του Ιούδα, η Β΄ Πέτρου, οι Β΄ και Γ΄ Ιωάννου και η προς Εβραίους) αρχικά υπήρξε μια αμφισβήτηση από κάποιους αν είναι γνήσια έργα των αποστόλων που θεωρούνται συγγραφείς τους. Όμως η Εκκλησία γρήγορα τις αποδέχτηκε κι αυτές πέρα από κάθε αμφιβολία. Το ίδιο συνέβη και με την Αποκάλυψη του Ιωάννη, που, αν και είναι αποδεκτή από συγγραφείς των αρχαίων χρόνων, όπως ο άγιος Ειρηναίος, ο άγιος Ιππόλυτος της Ρώμης (μεταξύ 2ου και 3ου αι. μ.Χ.) κ.ά., υπήρξε προσωρινά μια αμφισβήτηση για τη γνησιότητά της, ιδίως γύρω στον 4ο αιώνα μ.Χ., μάλλον επειδή τη χρησιμοποιούσαν πολύ κάποιες αιρέσεις, που περίμεναν τη δευτέρα παρουσία με λάθος τρόπο και μάλιστα από στιγμή σε στιγμή.

Τα «απόκρυφα ευαγγέλια»

Τα τέσσερα ευαγγέλια (το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον, το κατά Λουκάν και το κατά Ιωάννην) είναι τα μόνα ευαγγέλια που παρέλαβε η Εκκλησία από την εποχή των αποστόλων, δηλαδή των μαθητών του Χριστού. Στα αρχαία χρόνια, όμως, είχαν γραφτεί και άλλα βιβλία, που τιτλοφορήθηκαν «ευαγγέλια», τα οποία όμως απλώς μιμούνταν τα αληθινά τέσσερα ευαγγέλια.

Τα βιβλία αυτά είναι δύο ειδών:

Κάποια είχαν γραφτεί από πιστούς χριστιανούς, που συγκέντρωσαν σε αυτά πληροφορίες για τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, που δεν αναφέρονται στα κανονικά ευαγγέλια και οι οποίες ήταν αποδεκτές από την πρωτοχριστιανική Εκκλησία (κάποιοι όμως έβαλαν μέσα και ψεύτικες ιστορίες θαυμάτων κ.τ.λ., που απορρίφθηκαν από την αρχαία Εκκλησία). Πολλά στοιχεία που περιλαμβάνονται σ’ αυτά τα βιβλία είναι αποδεκτά από την Εκκλησία ήδη από τα αρχαία χρόνια και τα συναντάμε στα συναξάρια (δηλαδή στα αφηγηματικά κείμενα) μεγάλων χριστιανικών εορτών, ιδίως της Παναγίας. Σήμερα οι μελετητές ονομάζουν κι αυτά τα βιβλία «απόκρυφα ευαγγέλια», αλλά στην πραγματικότητα είναι πρωτοχριστιανικά κείμενα, ενώ απόκρυφα ευαγγέλια θα πούμε αμέσως παρακάτω ποια είναι.

Κάποια άλλα βιβλία που μιμούνταν τα ευαγγέλια είχαν γραφτεί από ομάδες αιρετικών (προερχόμενων κυρίως από μια θρησκεία που λεγόταν Γνωστικισμός), που προσπαθούσαν να παρουσιάσουν τις δικές τους ιδέες ως δήθεν διδασκαλίες του Χριστού. Αυτά τα τελευταία βιβλία (τα «ευαγγέλια» των Γνωστικών) ονομάστηκαν «απόκρυφα ευαγγέλια», επειδή οι Γνωστικοί κρατούσαν κρυφές τις διδασκαλίες τους και τις αποκάλυπταν μόνο στα μέλη της θρησκείας τους.

Τα απόκρυφα ευαγγέλια ποτέ δεν ήταν χριστιανικά βιβλία, γι’ αυτό και δεν υπήρχε περίπτωση να μπουν στην Καινή Διαθήκη. Μόνο από τον 4ο αιώνα μ.Χ., που ο Γνωστικισμός παρήκμασε και δημοσιεύτηκαν τα κρυφά του βιβλία, κάποιοι χριστιανοί αναρωτήθηκαν μήπως πρέπει να μπουν στην Καινή Διαθήκη, γι’ αυτό τότε άγιοι όπως ο Μέγας Αθανάσιος και κάποιες σύνοδοι (συμβούλια) της Εκκλησίας (όπως η Σύνοδος της Λαοδίκειας, μεταξύ των ετών 343 και 381, και η Σύνοδος της Καρθαγένης, 419 μ.Χ) ξεκαθάρισαν ποια είναι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και ποια δεν είναι. Όμως η Καινή Διαθήκη που καθιερώθηκε επίσημα τον 4ο αιώνα είναι η ίδια με την Καινή Διαθήκη που είχε παραλάβει η Εκκλησία από τους αποστόλους ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ.

Οι αντιφάσεις των ευαγγελίων

Διαβάζοντας τα τέσσερα ευαγγέλια, παρατηρούμε ότι σε πολλά σημεία οι λεπτομέρειες των διηγήσεων για τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού είναι διαφορετικές από το ένα ευαγγέλιο στο άλλο. Αυτό προσφέρει ένα επιχείρημα στους εχθρούς του χριστιανισμού, να ισχυρίζονται έντονα ότι οι ευαγγελιστές Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς και Ιωάννης είναι ψεύτες, που γράφουν άλλα αντ’ άλλων και δεν πρέπει να τους εμπιστευόμαστε καθόλου.

Αν όμως οι ευαγγελιστές ήταν ψεύτες, τότε θα έπρεπε να έχουν φροντίσει να μην υπάρχει καμία διαφορά στις ιστορίες που διηγούνται. Οι απατεώνες φροντίζουν να συνεννοούνται, ώστε να μην πέσουν σε αντιφάσεις και αποκαλυφθούν. Το ότι οι τέσσερις ευαγγελιστές δεν έκαναν τέτοια συνεννόηση, καθώς και ότι η Εκκλησία συμπεριέλαβε και τα τέσσερα ευαγγέλια στην Καινή Διαθήκη (παρά τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους), φανερώνει ότι η Εκκλησία δεν ενέργησε με πονηριά, αλλά περιέλαβε στην Καινή Διαθήκη όλα τα κείμενα που παρέλαβε από τους μαθητές του Χριστού, χωρίς να τα πειράξει.

Οι αντιφάσεις των ευαγγελίων σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι φαινομενικές. Μπορεί δηλαδή σε κάποιο γεγονός ο ένας ευαγγελιστής να παραθέτει διαφορετικές λεπτομέρειες από έναν άλλο, αλλά οι διηγήσεις να αλληλοσυμπληρώνονται, όπως συμβαίνει με τα λόγια που είπε ο Ιησούς Χριστός όταν ήταν καρφωμένος στο σταυρό (οι ευαγγελιστές δεν γράφουν όλοι τα ίδια λόγια).

Σε άλλες περιπτώσεις ίσως διηγούνται διαφορετικά περιστατικά, που μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά δεν ταυτίζονται, όπως η επί του Όρους ομιλία στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 5-7, και η ομιλία «επί τόπου πεδινού» στο κεφ. 6 του κατά Λουκάν.

Πιθανόν όμως να υπάρχουν και περιπτώσεις, στις οποίες κάποιος ευαγγελιστής πράγματι κάνει λάθος στις λεπτομέρειες, επειδή δεν θυμόταν καλά ή δεν είχε σωστή πληροφόρηση.

Πρέπει να ξέρουμε ότι, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Αγία Γραφή δεν έχει γραφτεί απευθείας από το Θεό, αλλά από ανθρώπους, αγίους μεν και φωτισμένους από το Θεό, αλλά όχι «ρυθμισμένους» έτσι, ώστε να είναι αλάνθαστοι σε όλα τα ζητήματα. Η πείρα των αγίων διδασκάλων του χριστιανισμού όλων των εποχών, βεβαιώνει ότι τα ευαγγέλια – και γενικά τα βιβλία της Αγίας Γραφής – είναι αλάνθαστα όταν μιλούν για το πώς σώζεται ο άνθρωπος, αλλά όχι σε κάθε παραμικρή λεπτομέρεια διηγήσεων με δευτερεύουσα σημασία. Έτσι, πράγματι μπορεί σε κάποιο γεγονός ένας ευαγγελιστής να γράφει κάτι λάθος, ενώ ένας άλλος να το διηγείται πιο σωστά, χωρίς όμως αυτό το λάθος να επηρεάζει την ουσία της ζωής και της διδασκαλίας του Χριστού και τη σωτηρία των ανθρώπων.

Όμως ας έχουμε υπόψιν ότι τα σημεία αυτά (αν υπάρχουν καν) είναι πολύ λιγότερα απ’ όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά. Ας δούμε δύο παραδείγματα:

Α) Τα ευαγγέλια κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν παραθέτουν τη γενεαλογία (δηλ. τον κατάλογο των προγόνων) του αγίου Ιωσήφ του Μνήστορα, του αρραβωνιαστικού της Παναγίας και θετού πατέρα του Ιησού Χριστού. Όμως τα ονόματα των προγόνων, που αναφέρουν οι δύο ευαγγελιστές, έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους. Πώς γίνεται αυτό;

Ίσως απλώς κάθε ευαγγελιστής παρέθεσε το γενεαλογικό κατάλογο που βρήκε και μπορεί ο ένας από τους δύο να είναι λάθος (δεν αλλάζει σε τίποτε αυτό την ουσία των ευαγγελίων). Όμως υπάρχουν άλλες τρεις πιθανές εξηγήσεις: α) Στους Εβραίους ήταν συνηθισμένο να έχουν δύο ονόματα. Ίσως σε αυτό να οφείλονται οι διαφορές των ονομάτων. β) Ίσως οι άνθρωποι που αναφέρονται στους καταλόγους να μην είναι παιδιά των προηγούμενων, αλλά απλώς απόγονοί τους (π.χ. εγγόνια ή και δισέγγονα). γ) Ο ευαγγελιστής Λουκάς γράφει ότι ο Ιησούς ήταν υιός του Ιωσήφ «ως ενομίζετο». Η φράση «ως ενομίζετο» στη γλώσσα της εποχής εκείνης σημαίνει «σύμφωνα με το νόμο». Πιθανόν ο άγιος Ιωσήφ να ήταν φυσικός γιος του Ιακώβου, που αναφέρει στην αρχή του το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (γι’ αυτό και ο μεγάλος γιος του ονομαζόταν Ιάκωβος – είναι ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος) και «σύμφωνα με το νόμο» γιος του Ηλί, που αναφέρει το κατά Λουκάν, κεφ. 3.

Β) Στη διήγηση για τις Μυροφόρες, τις αγίες γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Ιησού Χριστού το πρωί της Κυριακής και έμαθαν πρώτες για την ανάστασή Του, οι τέσσερις ευαγγελιστές αναφέρουν διαφορετικά ονόματα και αρκετές διαφορετικές λεπτομέρειες. Εδώ, κάποιοι μελετητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όχι μία, αλλά δύο ή τρεις συντροφιές γυναικών επισκέφτηκαν τον Άγιο Τάφο εκείνο το πρωί και σ’ αυτό οφείλονται οι διαφορές. Διαβάστε σχετικά το άρθρο του Αντωνίου Κραποβίτσκυ (1863-1936), Μητροπολίτη Κιέβου, «Οι τρεις επισκέψεις της Μαρίας της Μαγδαληνής στον Τάφο του Κυρίου» (αναζητήστε το στο Διαδίκτυο).

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 22 Μάιος 2016 22:30  

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση