"Ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου"

Πρωτοπρ. Ευάγγελος Παχυγιαννάκης
Εκτύπωση

«Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου Χρόνου, Ὦ καί παλαιέ καί δι’ ἀνθρώπους νέε».

Σήμερα, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, Ιη Σεπτεμβρίου, πληροφορούμαστε: «Αρχή της Ινδίκτου». Και ευλόγως δημιουργείται η απορία στους πολλούς: τι είναι αυτή η Ίνδικτος, που σηματοδοτεί ημερολογιακά την πορεία της ζωής μας; Σ’ αυτή την απορία θα προσπαθήσει το σημερινό μας κείμενο να δώσει κάποια απάντηση.

Η λέξη Ίνδικτος ή Ινδικτιών, είναι ελληνοποιημένη λατινική λέξη – ορολογία και σημαίνει διάταγμα, διάγγελμα. Indictus, indictio-onis, που σημαίνει διάγγελμα, εξαγγελία, το διάταγμα, που εξέδιδαν οι αυτοκράτορες της Ρώμης με το οποίο καθόριζαν το ύψος του φόρου επί της γεωργικής παραγωγής,  που έπρεπε να πληρώσουν οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας στο Ρωμαϊκό κράτος, για τη συντήρηση και διατροφή των στρατιωτών. Το φορολογικό αυτό διάταγμα είχε διάρκεια 15 ετών, όσα δηλαδή ήταν και τα έτη της στρατιωτικής θητείας. Ἐτσι, με την απόλυση των παλαιών στρατιωτών και την κατάταξη των νέων άρχιζε η νέα Ίνδικτος.

Με την πάροδο του χρόνου η λέξη Ίνδικτος έπαψε να σημαίνει μόνο διάταγμα και πήρε την έννοια μονάδος μετρήσεως χρόνου. Μία Ίνδικτος = 15 έτη. Με την έννοια αυτή εισήχθη στο Ρωμαϊκό ημερολόγιο κατά το πρώτον έτος της αυτοκρατορίας του Ιουλίου Καίσαρος (100 π.Χ. – 44 μ. Χ.), γι’  αυτό και ονομάστηκε ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ή ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ και άρχιζε πιθανώς την 25η Δεκεμβρίου. Στην Αίγυπτο πιθανολογείται ότι εμφανίσθηκε το 303 μ. Χ. και επεβλήθη μετά την ανακατάκτηση τη χώρας από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό.

Στο Βυζάντιο ο υπολογισμός του χρόνου σε Ινδίκτους εισήχθη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 312 μ. Χ. και ονομάστηκε ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΚΗ, ή της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ή ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Εκτός όμως από τη διάρκεια των δεκαπέντε ετών ο όρος Ίνδικτος ή Ινδικτιών χρησιμοποιείται για να δηλώσει και την χρονική διάρκεια εκάστου έτους της Ινδικτιώνος. Π. χ. 1ο έτος ή 2ο έτος κ.λπ. της τάδε Ινδικτιώνος.

Επί του Ιουστινιανού Α΄ (537 μ. Χ.) εισήχθη ως επίσημη χρονολογία στα κρατικά έγγραφα και στα πρακτικά των δικαστηρίων, με αρχή πάντα την 1η Σεπτεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία άρχιζε καθένα από τα έτη του 15ετούς αυτού χρονικού κύκλου.

Εκτός από τις παραπάνω Ινδικτιώνες έχομε και την ΠΑΠΙΚΗ, που δεχόταν ως αρχή της Ινδικτιώνος την 25η Δεκεμβρίου.  Η χρήση της συναντάται σε παπικά έγγραφα από τα μέσα στου 6ου αιώνος, Ινδικτιώνα που χρησιμοποιούσε ο Καρλομάγνος (742-814) και το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγίας Έδρας μέχρι το 1808, όταν ο Μέγας  Ναπολέων κατέλυσε το παπικό κοσμικό κράτος, προσαρτώντας το στη γαλλική Αυτοκρατορία.

Αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα καθιερώθηκε στην Κωνσταντινούπολη η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους. Σεπτέμβριος είναι ο έβδομος μήνας από τη δημιουργία του κόσμου, αρχής γενομένης από τον μήνα Μάρτιο και καθορίστηκε για τους εξής λόγους: Στην περιοχή της Ανατολής τα περισσότερα ημερολόγια είχαν ως Πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή όμως η 23η ήταν η γενέθλια ημέρα του αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού (γεννήθηκε στη Ρώμη 23 Σεπτεμβρίου του έτους 63 μ. Χ.), η Πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου, που καθορίστηκε και ως αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή της περιόδου του Ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο. Αυτή τη χρονολογία βρήκε η Εκκλησία και της έδωσε χριστιανικό περιεχόμενο. Τοποθέτησε εκεί την εορτή της Συλλήψεως του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ως γνωστόν, είναι το πρόσωπο που γεφυρώνει τις δύο Διαθήκες: την Παλαιά και τη Καινή. Λίγο αργότερα, το  462 μ. Χ. για πρακτικούς λόγους και για να συμπίπτει με την 1η του μηνός, η Πρωτοχρονιά μετατέθηκε στην 1η Σεπτεμβρίου.

Στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία επεκράτησε η μέτρηση του χρόνου σε Ινδικτιώνες από τον 12ο αιώνα  και το Εκκλησιαστικό Έτος να αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου. Γίνεται Πατριαρχική Θεία Λειτουργία με ειδική Ακολουθία και ευχές που έχουν συνταχθεί προς τον «πάσης δημιουργόν τῆς κτίσεως, τόν καιρούς καί χρόνους ἐν τῆ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενον, νά εὐλογήσει τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός του…». Η σημερινή Πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου, έχει κι αυτή Ρωμαϊκή την προέλευση και εισήχθη κατά τα νεώτερα χρόνια.

Από τα λίγα αυτά που αναφέραμε, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να παίξει με τον χρόνο και να τον φέρει στα μέτρα του. Όμως σημασία δεν έχει το πότε θα σημαδέψει κανείς τον χρόνο με Πρωτοχρονιές. Πρωτοχρονιά για τον καθένα μας είναι η κάθε καινούργια μέρα κι αξίζει το πώς θα τη γιορτάζομε. Με τη χάρη και τη ευλογία του Θεού, βιώνοντάς την Χριστοκεντρικά, με  ανθρωπιά και αγάπη.