Ένας νέος εξομολογείται

Πρωτοπρ. Ευάγγελος Παχυγιαννάκης
Εκτύπωση

Προχωράμε οι δυό μας με βήματα αργά, νωχελικά, πάνω σ’ ένα απόμερο δρομάκι απέναντι στην έρημη πολιτεία, στην πλαγιά ενός λόφου κατάφυτου από πεύκα. Τα μικρά καχεκτικά πεύκα αφήνουν την ευωδιά τους κι η ώρα γίνεται αινιγματική όπως περνούνε μέσα στο μισοσκόταδο οι αδύναμες αναλαμπές από τα φώτα της αντικρινής πολιτείας. Το μονοπάτι στρωμένο  από μικρά και ασήμαντα χορταράκια, που στενάζουν κάτω από τα άσπλαχνα βήματά μας, αφήνουν τους μυστικούς στεναγμούς τους κι εμείς αδιάφορα τα πατάμε σαν πρίγκιπες, αδιάκριτα.

Ούτε τα φυτέψαμε, ούτε τα ποτίσαμε κι όμως έχομε το «αυτονόητο δικαίωμα» να τα πατάμε, χωρίς να νιώθομε τον πόνο των άψυχων αυτών πλασμάτων, που τους τσαλακώνομε τόσο άσπλαχνα τη ζωή. Και όμως, κάποιο χέρι τα φύτεψε και τα περιποιείται και πλουτίζει μ’ αυτά την ομορφιά του μικρού δασυλλίου, αλλά εμείς ανυποψίαστοι τα πατάμε με πρόσθετη τη δικαιολογία πως δεν τα βλέπομε,  πως περπατάμε στο σκοτάδι… Ο φίλος μου, κατά πολύ νεότερός μου, σαν να μάντεψε τη σκέψη μου κι έλυσε τη σιωπή, με πολλή διακριτικότητα:

- Πάτερ, είπε, θα ήθελα από καιρό να σας εξομολογηθώ, όπως και τόσοι άλλοι στην ηλικία μου, να σας μιλήσω για την αδικία και την υποκρισία  που υπάρχει μέσα σε έναν κόσμο, που θεοποιεί το κέρδος, που ανέχεται ή υποκινεί τη βία, την αδικία. Την οικογένεια και ολόκληρη η κοινωνία μας που λειτουργεί σαν μια τεράστια ανθρωπομάζα, με αλλοτριωμένα τα πνευματικά γνωρίσματα της προσωπικότητος... τι λέτε, πάτερ, για όλα αυτά;

Σκέφτηκα για λίγο και μετά ρώτησα σαν να μην ήξερα την απάντηση:

- Αγαπητέ μου, εσύ εφέτος πέρασες σε μια πανεπιστημιακή Σχολή. Ήθελες την επιτυχία σου αυτήν, διάβασες, μόχθησες, πέτυχες! Τί καλύτερο από αυτό; δεν σε γέμισε χαρά, δεν σου άνοιξε τους ορίζοντες για ένα καλύτερο ελπιδοφόρο μέλλον;

- Πάτερ, απάντησε ο νεαρός συνομιλητής, τώρα, τη στιγμή αυτή νομίζω πως μου δίνεται η ευκαιρία να σας μιλήσω ειλικρινά:  Όχι μόνο δεν γέμισα χαρά αλλά έχω μέσα μου αρκετή πικρία και νοιώθω αγανάκτηση και πόνο. Πέτυχα σε μια Σχολή, να κάνω τι; να κερδίσω τι; να αλλάξω τι; με ποιά ηθικά, ανώτερα ιδανικά και αξίες;  Ένα από τα μεγάλα παράπονα των σημερινών νέων είναι, πάτερ μου, προς εσάς, την Εκκλησία, γιατί δείχνετε σαν να ζείτε σε άλλον κόσμο. Θα σας ρωτήσω, Πάτερ, με σεβασμό: τι κάνετε για ’μας τους νέους για να μας φέρετε κοντά σας; Τελείτε τα «εκκλησιαστικά σας καθήκοντα» τυπικά και σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα,  χτίζετε νέους ναούς, τους στολίζετε και καυχάστε γι’  αυτούς κι αφήνετε εμάς τους ζωντανούς ναούς, γδαρμένους από τους αγέρηδες του υλισμού και της πάσης μορφής αθεΐας. Αφότου μας βαφτίσετε νήπια, δεν ενδιαφέρεστε πλέον για μας, μας ξεχνάτε και μας αφήνετε αβοήθητους και ακατήχητους.

»Ευλογήσατε το μυστήριο του βαπτίσματός μας και αναθέσατε την πνευματική μας επιμέλεια παράλληλα με τους γονείς στον ανάδοχό μας, που όλο το θρησκευτικό του ενδιαφέρον εξαντλήθηκε σε τρεις Θείες Κοινωνίες, τριών συνεχόμενων Κυριακών! Ύστερα μας ξεχνάνε και μας θυμούνται στη γιορτή των γενεθλίων μας, αλλά πῶς; με δώρα, δώρα και με ανούσιες ευχές. Το ίδιο και στην ονομαστική μας εορτή, αν, φυσικά, ενθυμούνται τίνος Αγίου το όνομα μας δώσανε, αλλά και πάλι δώρα και δώρα και τετριμμένα ευχολόγια! Έτσι, τα παιδικά μας δωμάτια έχουν γίνει νεκροταφεία από το πλήθος σπασμένων παιγνιδιών με σώματα εξαρθρωμένων ΄΄ηρώων΄΄ και με τοίχους ταπετσαρίες, από φωτογραφίες αστέρων του σινεμά, του παλκοσένικου και τραγουδιστών πάσης ποιότητος! Ένα βιβλίο Χριστιανικού περιεχομένου, με τον βίο του Αγίου μας ή ένα Ευαγγέλιο δεν βρίσκεται στη συνείδηση της ή του αναδόχου να αντικαταστήσει μια κούτα σοκολατάκια!

Σε μια γωνιά του παιδικού δωματίου, ίσως, μια μικρή εικόνα της Παναγίας, του Χριστού ή κάποιου Αγίου, δείχνει την ταυτότητα του χριστιανικού μας σπιτιού και οι καυγάδες της μάνας γιατί δε νηστεύομε, γιατί δεν πηγαίνομε στην Εκκλησία πλούσιοι! και καμιά φορά έρχεται σαν κεραυνός το επιστέγασμα της μητρικής κατηχήσεως: «ξύπνα ανεπρόκοφτε, με τις παρέες που έπιασες και τα ξενύχτια, έγινες αντίχριστος»!

Η νύχτα είχε κιόλας προχωρήσει, μα δεν ήταν μόνο το φεγγάρι, που βγήκε απόψε χλομό, αλλά οι αλήθειες που βγαίνανε από την ψυχή  του νέου και δείχνανε το πηχτό σκοτάδι μέσα στο οποίο βρίσκεται η σημερινή χριστιανική οικογένεια και η σχέση της με την Εκκλησία.

Δυστυχώς η Εκκλησία περιορίστηκε μέσα στους τέσσερις τοίχους του ναού και εκτελεί «θεαρέστως τα θρησκευτικά της καθήκοντα» και η οικογένεια κλεισμένη στο καβούκι της νομίζει πως αγαπά τον Θεό και τους Αγίους Του με το να κάνει τάματα, αρτοκλασίες και ν’ ανάπτει λαμπάδες!

Ένας νέος, κάτω από το θλιμμένο φεγγαρόφωτο εξομολογείται σ’ έναν παπά το μεσονύχτι!  δεν σφυροκοπά μόνο την ανεπάρκεια της ποιμένουσας Εκκλησίας, αλλά, κυρίως, την αναπηρία της σημερινής οικογένειας, αυτό το βασικό φυτώριο του ήθους, της γλώσσας, της γνώσης, της παιδείας, του μέλλοντος της Εκκλησίας και του Έθνους!

Πρωτοπρεσβ. Ευάγγελος Παχυγιαννάκης

Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 11 Οκτώβριος 2016 19:37