«ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ ΕΝΔΥΕΙ ΕΥΠΡΈΠΕΙΑΝ…»
Του Πρωτ. Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη
Τα μεσάνυχτα της Μιας Σαββάτων υπάρχει μια υπέροχη φωτολουσμένη εικόνα στους Ορθοδόξους ναούς όλου του κόσμου. Ο Επίσκοπος ή ο Ιερέας ντυμένοι στα λευκά άμφιά τους, παίρνουν το φως από το ακοίμητο καντήλι της Αγίας Τράπεζας κι ύστερα από την Ωραία Πύλη καλούν τους πιστούς, με βροντερή και συγχρόνως χαρούμενη φωνή: «Δεῦτε, λάβετε φῶς!» Και οι πιστοί προσέρχονται με ευλάβεια ν’ ανάψουν το δικό τους κερί και να μεταφέρουν το αναστάσιμο φως στο σπίτι τους και στη ζωή τους.
Παμπάλαιο το έθιμο αυτό, που στο άναμμα του αναστάσιμου κεριού, συμπυκνώνει τη νοσταλγία και την ελπίδα. Περάσαμε όλο το σκάμμα της Αγίας Τεσσαρακοστής συντροφιά με την μακαρία χαρμολύπη, νιώθοντας τον οδυρμό της ξενητείας μας, που πυκνώνει μέσα σε σαράντα ημέρες όλη την περιπέτειά μας στον κόσμο αυτό της φθοράς και του πόνου. Ζήσαμε με νήψη και προσευχή, με κατάνυξη και νηστεία, τροφοδοτώντας την πνευματική μας ζωή, για να βλαστίσει το άνθος της νοσταλγίας, το χαρμόσυνο Πάσχα. Και τώρα, κρατώντας το αναμμένο κερί της Ανάστασης στο ύψος αυτής της νοσταλγίας, αναβλαστάνει ένα άλλο άνθος, το άνθος της ελπίδας που γίνεται κι αυτό ένα με τη φλόγα της νοσταλγίας για το πέρασμα σ’ ένα άλλο Πάσχα, το συνεχές και το αιώνιο, ενός άλλου κόσμου στην αιώνια βασιλεία του Θεού.
Αυτή η νοσταλγία και η ελπίδα συνταιριασμένες αποτελούν το πλήρωμα τούτης της ζωής και το αγκάλιασμά της με την άλλη, την επέκεινα του Τάφου. Τὶ όμορφα που τα έχει οικονομήσει η αγία μας Εκκλησία! Με πολλή σκέψη ερανίζεται από τον περιβάλλοντα κόσμο την προτύπωση της Αναστάσεως. Τίποτε στον κόσμο αυτό δεν χάνεται. Όλα πεθαίνουν για να ζήσουν. Μαραίνεται το άνθος και πεθαίνει για να βγεί μέσα από τον πεθαμένο σπόρο ένας καινούριος βλαστός, ένα καινούργιο άνθος. Θάβεται βαθιά στη γη και σαπίζει ο σπόρος του σιταριού για να βλαστήσει εκατονταπλασίονα! Πεθαίνει ο άνθρωπος και τα οστά του άφθαρτα ευωδιάζουν και από τώρα προοιωνίζονται τους καρπούς της Αιωνιότητος.
Πόσο διδακτικό είναι το παράδειγμα της πεταλούδας! Ξεκινάει από ένα βρωμερό σκουλήκι, την κάμπια. Η κάμπια αρχίζει να πλέκει γύρω της το μνήμα της, το κουκούλι, κι ύστερα να μπαίνει μέσα, να ξαποστάσει. Κι εκεί μέσα στη σιωπή τελεσιουργεί τη μεταμόρφωσή της και τεχνουργεί τα πολύχρωμα φτερά της για να σπάσει το μνήμα της, το κουκούλι, την άνοιξη και να προβάλλει μια όμορφη, ζηλευτή πεταλούδα. Αυτή τη διαδικασία ακολουθεί και η πορεία του ανθρώπου. Μια βρωμερή κάμπια είναι γεμάτη ακαθαρσίες, αμαρτίες και λάθη. Όμως, όταν με το μυστήριο του θανάτου αποχαιρετίσει αυτή τη ζωή, δεν χάνεται. «Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» θα μᾶς πεί τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιο! Ο τάφος, που θα φιλοξενήσει το σώμα του είναι το κουκούλι της κάμπιας. Εκεί ετοιμάζεται για να βγει με το πρόσταγμα της αρχαγγελικής σάλπιγγος στη μέλλουσα ζωή ως χρυσόφτερη πεταλούδα! Αυτή είναι η αιώνια νοσταλγία μας, που τροφοδοτείται από την ασίγαστη ελπίδα της πίστεώς μας: «Προσδοκῶ άνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Πάντοτε η ζωή, ανάλογα με την επιστημονική και φιλοσοφική πρόοδο του ανθρώπου, πρόσφερε στον άνθρωπο απαντήσεις στα εναγώνια υπαρξιακά ερωτήματά του. Σο θέμα, ιδιαίτερα, του θανάτου η Σφίγγα έμενε πάντα σιωπηλή. Και μόνο με την Ανάσταση του Χριστού έλυσε τη σιωπή της. Η αδιάκοπη δίψα και η πυρετική αναζήτηση, για την απόκτηση χρημάτων, κατάκτηση εξουσίας, γεύση κάθε είδους ηδονής, πείσματα, μικρότητες κι εγωισμοί, θα χαρακτηρίζουν πάντοτε τον άνθρωπο σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κάθε εποχής και του στερούν κάθε ενασχόληση με τα μεταφυσικά προβλήματα της υπάρξεώς του.
Και μέσα σε όλα αυτά ενώ προσπαθεί να ξεχάσει, να μην σκέπτεται τον θάνατο, ο ίδιος ο θάνατος κάνει την παρουσία του πιο ζωντανή, μέσα από το άγχος, το κυνήγι της ευημερίας, την εξασφάλιση μιας ανώδυνης και ξέφρενης ζωής. Αυτές οι ίδιες εναγώνιες επιδιώξεις δημιουργούν στην καρδιά του ανθρώπου μια πρόγευση θανάτου. Νιώθει κουρασμένος, εξουθενωμένος πολλές φορές, κάτω από μια αρρώστια όντως προς θάνατον. Ένα θάνατο που τον προγεύεται καθημερινά σε μικρές δόσεις «σαν τον ναρκομανή που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς».
Απάντηση σ’ αυτές τις μορφές του καθημερινού θανάτου και στον θάνατο που δίνει τέρμα στη βιολογική μας ζωή είναι η Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός είναι που «καινοποιεῖ τοὺς γηγενεῖς» και που με τη νίκη Του πάνω στον θάνατο «τὸ θνητὸν ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν». Κανένας θεωρητικός σχεδιασμός ή πρακτικός προγραμματισμός, από αυτούς που συνεχώς αναπαράγονται στα εργαστήρια της κοινωνικής – επιστημονικής μηχανής δεν προβλέπει, πέρα από τα οράματα κάθε τεχνολογικής ουτοπίας, την απελευθέρωση του ανθρώπου από την δουλεία της φθοράς και του θανάτου. Μόνο μέσα στην αναστάσιμη ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, με τη δυναμική των μυστηρίων της το θνητόν του ανθρώπου ντύνεται την ευπρέπεια της αφθαρσίας. Ανάσταση σημαίνει α λ λ α γ ή, μ ε τ α μ ό ρ φ ω σ η, κ α ι ν ό τ η τ α ζωῆς, μετάγγιση ζωής μέσα σ’ έναν κόσμο που λιποψυχεί και πεθαίνει «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου», χωρίς την ελπίδα της Αναστάσεως.