Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ...
«Σήμερον δέχεται ἡ Βηθλεέμ τόν καθήμενον διά παντός σύν Πατρί»[1]
Α. "Λύτρωσιν ἀπέστειλεν Κύριος τῶ λαῶ αὐτού". Προλογικό.
«Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πάσαν τήν οἰκουμένην... Ἀνέβη δέ καί Ἰωσήφ ἀπό τῆς Γαλιλαῖας ἐκ πόλεως Ναζαρέτ εἰς τήν Ἰουδαίαν, εἰς πόλιν Δαυίδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ..., ἀπογράψασθαι σύν Μαριάμ τῆ μεμνηστευμένη αὐτῶ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ.. Ἐγένετο δέ, ἐν τῷ εἶναι αὐτούς ἐκεῖ, ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν. Καί ἔτεκε τόν υἱόν αὐτα τῆς τόν πρωτότοκον...»(Λουκ. Β΄ 1..)
‘Σήμερον’ καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων ἑορτάζουμε ὅ,τι συνέβη τότε, ‘τῷ καιρῷ ἐκείνῳ’ στή Βηθλεέμ: Τή Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἑορτάσουμε τή μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, τό ὑπερεόρτιο μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ‘τῷ καιρῷ ἐκείνῳ’ ἀλλά καί ‘σήμερον’ καί ‘εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων', προωθεῖ τό προαιώνιο καί αἰώνιο σχέδιό Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου: Σαρκώνεται ὁ Υἱός Τοῦ ‘ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου’. Ὁ Υἱός καί Λόγος εἰσέρχεται στήν ἱστορία, ‘φύσει γενόμενος ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς’. Ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ εἶναι ὁ Σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός συγκαταβαίνει ὡς Θεάνθρωπος, προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση, ὅλα τά σχήματα τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας, ἐντάσσεται σέ ἕνα λαό, μιλάει τή γλώσσα τῶν ἀνθρώπων, ζεῖ καί ἀνήκει σέ μιά ἀνθρώπινη οἰκογένεια, ἔχει συγγενεῖς καί φίλους, ἔχει ἐπάγγελμα, εἶναι πολίτης τοῦ κράτους τοῦ ἰουδαϊκοῦ καί μιᾶς παντοδύναμης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, συγκρούεται μέ τίς πολιτικές καί θρησκευτικές δυνάμεις καί ἐξουσίες, κηρύττει τή καινούργια Βασιλεία τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, πεθαίνει καί ἀναστήνεται γιά τή Βασιλεία αὐτή καί γιά τό λαό Του, ἀναλαμβάνει μεταμορφωμένο καί θεωμένο τό κτιστό στό θρόνο τοῦ Θεοΰ καί Πατέρα. Μέ ὅλα τοῦτα γίνεται φανερό πώς ὁ Θεός, ὁ Θεάνθρωπος καί Λόγος ἀποδέχεται καί καταφάσκει τήν ἀνθρώπινη ἱστορία, τή προσλαμβάνει γιά νά τή μεταμορφώσει. Ὁ Λόγος εἰσερχόμενος στήν ἱστορία ἐγκαινιάζει ἕνα νέο ἦθος ζωῆς γιά τόν κόσμο, καινές ἀνθρώπινες σχέσεις, καινά κριτήρια ἀξιολόγησης τοῦ καθημερινοῦ βίου καί τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ σήμανε τήν ὕψιστη πράξη κατοχύρωσης τῆς ἀξίας καί ἱερότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνταποκριθεῖ στή κλήση τοῦ Θεοῦ, στό κατά φύσιν προορισμό του. Ὁ Θεός προσφέρεται ὄχι ὡς Διδάσκαλος τῆς ἠθικῆς, ἀλλά προσφέρει τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του στόν ἄνθρωπο γιά νά συγκροτηθεῖ κατά χάριν τό Θεανθρώπινο πρόσωπό Του, νά συσταθεῖ ἡ καινή κτίσις τοῦ Θεοῦ.
Μέ τή Γέννηση τοῦ Κυρίου πραγματοποιοῦνται οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καί οἱ ὁραματισμοί τῶν προφητῶν. «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσιν τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». (Ματθ. Α΄, 23). Ὄντως πλέον ὁ Θεός εἶναι μέ τό λαό Του. «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ. Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ».(Ἰωάν. Α΄, 14, 11-12). «Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι ἡ ἐνυπόστατη καθολική ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια γιά τό Θεό καί ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο... Εἶναι ὁ πλήρης καί ἀληθινός Θεός, ὁ ἑνωμένος μέ τήν Ἁγία Τριάδα καί ὁ πλήρης καί ἀληθινός ἄνθρωπος, ὁ ἑνωμένος μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού ἀποτελοῦν τό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία….. Ἡ Ἐνανθρώπηση εἶναι τό κεντρικό μυστήριο ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ δημιουργία καί ἡ σωτηρία, δλη ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό νόημα καί ὁ σκοπός τοῦ εἶναι καί τοῦ γίγνεσθαι ἀνακεφαλαιώνεται στό Θεάνθρωπο Χριστό, πού μέ τήν ἔνσαρκη παρουσία Τοῦ ἀποκάλυψε τή χριστολογική καί χριστοκεντρική ρίζα καί προοπτική κάθε πραγματικότητας καί ὁλόκληρης της πραγματικότητας»[2]. Μέ τήν Ἐνανθρώπηση ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος εἰσέρχονται πιά σέ κρίση ζωῆς καί θανάτου. Ὅλα πιά κρίνονται ἀπό τή θέληση καί τή δυνατότητά τους νά ἐνσωματωθοῦν, νά ἐγκεντρισθοῦν στό Θεανθρώπινο Σῶμα, νά ἀποκαλύψουν τό μυστήριό της προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης στό Θεανθρώπινο Σῶμα καί νά φανερωθεῖ ἔτσι ἡ πραγματικότητα τῆς προσλήψεως αὐτῆς στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ‘Τό ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῶ, τοῦτο καί σώζεται’, θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ καταγραφή μιᾶς ἱστορίας ἱερῆς – τῆς ἱστορίας τῆς προετοιμασίας τῆς κτίσεως ἀπό τό Θεό καί Πατέρα γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Λόγου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφτηκε θεοπνεύστως γιά νά προετοιμάσει, νά προφητεύσει, νά ὑποτυπώσει τά περί τοῦ Χριστοῦ καί τά περί τῆς ἐν Αὐτῷ Θείας Οἰκονομίας. Πλῆθος γεγονότων καί προρρήσεων στή Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρονται ἀμέσως στό Χριστό καί οἱ Εὐαγγελικοί συγγραφεῖς θεμελιώνουν τά γραφόμενα στήν Καινή Διαθήκη στίς προρρήσεις καί στίς προτυπώσεις αὐτές. Ἡ πίστη αὐτή καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας βρίσκει τήν ἀπόλυτη ἀνταπόκρισή της στήν ἴδια τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Κυρίου: «Εἰ γάρ ἐπιστεύετε Μωυσεῖ, ἐπιστεύετε ἀν ἐμοί. Περί γάρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν». (Ἰωαν Ε΄, 45). Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου θέτουν τήν ἑρμηνευτική ἀφετηρία ὅλων τῶν παλαιοδιαθηκικῶν μεσσιανικῶν ἀναφορῶν. Ὁ Ἰουδαϊκός κόσμος, καθώς παρατηροῦμε σ’ ὁλόκληρη σχεδόν τή γραμματεία του, πορεύθηκε τήν ἱστορική του διαδρομή μέ τήν ἐλπίδα καί τή βεβαιότητα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Μεσσία ἀπό τόν Γιαχβέ, ὁ ὁποῖος μέ τή βασιλική του ἐξουσία καί δύναμη θά κατετρόπωνε τούς ἐχθρούς τοῦ περιούσιου λαοῦ του, τοῦ Ἰσραήλ καί θά θεμελίωνε τήν παγκόσμια κυριαρχία αὐτοῦ καθώς καί τοῦ λαοῦ του καί θά ὑπέτασσε τόν κόσμον ὅλο στό Γιαχβέ καί στό λαό του. Τούτη ἡ προσδοκία μέ τό σαφέστατο ἐσχατολογικό περιεχόμενο, βρίσκει τήν ἀληθινή καί πλήρη ἑρμηνευτική της ἀπόδοση καί ἀνταπόκριση στήν Καινή Διαθήκη καί στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ·.Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι ὅμως ὁ Μεσσίας πού ἀνέμενε ὁ Ἰουδαϊσμός ἀλλ’ ὁ Σωτήρας Κύριος, ὁ Θεάνθρωπος, πού Σαρκώνεται γιά νά λυτρώσει τό κόσμο ὅλο ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τήν ἐξουσία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἀπό τούς κοσμοκράτορες τοῦ αἰῶνος τούτου. Πολεμεῖ τό κακό, νικᾶ ἐν ἑαυτῷ τό θάνατο. Ἡ Καινή Διαθήκη δέν ἐκμηδενίζει τίς παλαιοδιαθηκικές μεσσιανικές ἀντιλήψεις, ἀλλά τίς ἀποκαθιστᾶ στό γνήσιο καί αὐθεντικό τους πνευματικό περιεχόμενο, καθώς τίς ἑρμηνεύει στό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, πού ἐν τέλει Σταυρώνεται καί Ἀναστήνεται γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καθώς μαρτυρεῖται ἀπό ὁλόκληρο τόν ἐπίγειο βίο Του τό αὐθεντικώτερο ἑρμηνευτικό θεμέλιο τῆς μεσσιανικῆς προσδοκίας: «Ὁ ἐξ οὐρανοῦ καταβάς Μεσσίας τῶν χριστιανῶν, ὁ διά τῆς γεννήσεως, τῆς ζωῆς, τῆς διδασκαλίας, τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως νικήσας ἐν ἑαυτῶ τόν θάνατον, μεταδίδων δέ τήν ἀφθαρσίαν καί ἀθανασίαν εἰς τούς μετ' Αὐτοῦ ἡνωμένους πιστούς ἐν τοῖς μυστηρίοις, δέν καταστρέφει τόν ὑπάρχοντα κόσμον ὡς κακόν καί ἀπόβλητον..... ἀλλ' ἐν τῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ ἀναστάσει καί τῇ παλιγγενεσίᾳ μεταμορφοῖ τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους διά τῆς καταστροφῆς τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς»[3].
Αὐτά ὅλα ἀποτέλεσαν ὅπως εἶναι φυσικό τή θεολογική ἀφετηρία τοῦ Ἀποστολικοῦ κηρύγματος. Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐμπεριέχουν τή διδασκαλία καί πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας: ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ θεόπεμπτος Σωτήρας, στό πρόσωπό Του ἐκπληρώνεται σύμπασα ἡ Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα μέ ὅλα τοῦτα ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη συνιστοῦν τή μία Ἀποκάλυψη. Τό κύρος τῆς 'Αποκαλύψεως πού περιέχεται στήν Παλαιά γίνεται οὐσιαστικώτερο μέ τήν ἐν Χριστῶ ἀποκάλυψη τῆς Καινῆς, ἐκπληρώνεται, συνεχίζεται καί ἑρμηνεύεται ἀπό τή Καινή. «Ὁ αὐτός Θεός ἀποκαλύπτεται δι’ ἀμφοτέρων τῶν Διαθηκῶν, ὁ αὐτός δέ Χριστός ἀποτελεῖ τό ἀντικείμενον αὐτῶν, ἐν μέν τῇ πρώτῃ προφητευόμενος καί προτυπούμενος, ἐν δέ τῇ δευτέρᾳ ἐμφανιζόμενος καί κηρυττόμενος»[4]. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γράφει χαρακτηριστικά. "Σέ τελευταία ἀναλυσι ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὡς σύνολο πρέπει νά θεωρεῖται σάν Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυίδ, υἱοῦ 'Αβραάμ. Ἦταν ἡ περίοδος τῶν ὑποσχέσεων καί τῆς προσδοκίας, ὁ χρόνος τῶν διαθηκῶν καί τῶν προφητειῶν. Δέν ἦταν μόνο οἱ προφῆτες, πού ἐπροφήτευσαν. Καί τά γεγονότα ἀκόμη ἦταν προφητεῖες. Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία ἦταν περισσότερο προφητική ἤ ‘τῶν τύπων', ἕνα προφητικό σημεῖο πού ὑποδήλωνε καί καθωδηγοῦσε πρός τήν προοπτική της ἐρχόμενης πληρώσεως. Τώρα ὁ χρόνος τῆς προσδοκίας ἐτελείωσε. Ἡ ὑπόσχεσις ἐκπληρώθηκε. Ὁ Κύριος ἦλθε. Καί ἦλθε γιά νά παραμείνει μέ τό λαό Τοῦ παντοτεινά. Ἡ ἱστορία σαρκός καί αἵματος ἔπαυσε. Ἡ ἱστορία τοῦ Πνεύματος ἄρχισε: ‘ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.' (Ἰωάν. Α΄, 17). Ἀλλά τοῦτο ὑπῆρξε ἡ πλήρωσις καί ὄχι ἡ καταστροφή τοῦ παλαιοῦ»[5].
«Ἀδελφοί, ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱον αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.» (Γαλ. Δ΄, 4-5). Ὅλα τοῦτα συνοψίζουν τήν ἀλήθεια, τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἱστορικότητα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ζοῦμε τή μαρτυρία καί βεβαιότητα τῆς Ἐκκλησίας πώς ὁ Χριστός, εἶναι πρόσωπο ἱστορικό. «Ἄλλο τόσο τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως πέραν τῆς ἱστορικότητάς του, ἦταν καί παραμένει μυστήριο. Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Ἔνσαρκος Θεός Λόγος: «Ὁ Θεός ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».
Β. Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;
Ὁ Χριστός τῶν αἱρέσεων καί ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀφετηρία καί βάση τῆς Χριστολογικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρώτιστα ἡ Καινή Διαθήκη. Ὄχι μόνον οἱ συγγραφεῖς τῶν Εὐαγγελίων, ἀλλά καί οἱ Ἀπόστολοι καί Μαθητές στίς Ἐπιστολές καί στίς Πράξεις τους, εἰκονογραφοῦν τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ Καινοδιαθηκικοί συγραφεῖς δανείζονται ὀνόματα, ἐπίθετα και προσωνύμια ἀπό το γλωσσικό περιβάλλον για να εικονογραφήσουν τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, στα ὁποία ὅμως προσδίδουν καινούργιο νόημα.
Ἡ προσωνυμία ΚΥΡΙΟΣ πού ἀποδίδεται στόν Ἰησοῦ, χρησιμοποιούταν συχνά ἀπό τούς ἀρχαίους λαούς, σημιτικούς καί μή, γιά νά διατυπωθεῖ τό ἰσχυρόν καί ἐξουσιαστικόν τῶν θεῶν τῶν ἡρώων, τῶν βασιλέων καί τῶν ἀρχόντων. Ἰδιαίτερα οἱ σημιτικοί λαοί χρησιμοποιοῦν τή λέξη γιά τήν ὑποδήλωση τῆς θεότητας καί τῆς κυριαρχικῆς της ἐξουσίας. Ἡ Π. Δ. εἶναι γεμάτη ἀπό τή χρήση τῆς λέξης αὐτῆς- τό ἴδιο καί ἡ ἰουδαϊκή καί ραββινική γραμματεία. Ἡ Καινή Διαθήκη, ὀνομάζει τό Θεό Κύριο καί ἀποδίδει τό ὄνομα αὐτό στόν Ἰησοῦ, ἀποδεικνύοντας καί καταγράφοντας ἤδη τήν Ἀποστολική πίστη περί τῆς Θεότητός Του. Τό ὄνομα ἀκόμα αὐτό χρησιμοποιεῖται πολλές φορές μαζί μέ τό ἐπίθετο ΧΡΙΣΤΟΣ. Στήν Π Δ. καί στήν ἰουδαϊκή γραμματεία ‘χριστός’ εἶναι ὁ χρισμένος ἀπό τό Θεό, προφήτης, βασιλέας ἡ ἀρχιερέας. Ὁ Ἰησοῦς τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ κεχρισμένος ‘ἐν πνεύματι ἁγίῳ καί δυνάμει’ ἀπό τό Θεό. Στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τό ἐπίθετο Χριστός πού σύν τῷ χρόνῳ γίνεται ὄνομα κύριο, σημαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι πρόσωπο ἱστορικό πού προκαταγγέλθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ κεχρισμένος ἀπό τό Θεό, συγκεντρώνοντας στόν ἑαυτό τοῦ τό βασιλικό ἀξίωμα, ὅπως οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Ἡ ἀπόδοση βασιλικῆς ἰδιότητος στό Θεό, ἦταν συχνή στούς ἀρχαίους λαούς καί στούς Ἐβραίους. Τό ὄνομα βασιλεύς προσιδιάζει στά θεοκρατικά πολιτεύματα τῆς ἀρχαιότητος. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων, εἶναι ὁ Μεσσίας πού προανήγγειλαν οἱ προφῆτες στό λαό τῆς Βίβλου. Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό. Κατά τήν ἴδια ἀποστολική ἐμπειρία καί πίστη ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ἴδιο τόν Σταυρωθέντα Χριστό. Στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Σταυρωθείς καί Ἀναστάς, ὁ ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος τῆς βασιλικῆς δόξης, τῆς δόξης τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως.
Στό Θεό καί Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ἡ Κ. Δ ἀποδίδει καί τήν προσωνυμία Σωτήρ. Σωτήρ εἶναι ἐκεῖνος πού σώζει, πού λυτρώνει, πού ἐλευθερώνει. Στήν ἀρχαιότητα τό ὄνομα Σωτήρ χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπώνυμο θεῶν καί ὁ Ἰουδαϊσμός ἀποδίδει αὐτό κυρίως στόν Γιαχβέ καθώς ἐπίσης στούς Κριτές πού ἐθεωροῦντο ὡς τύποι τοῦ Μεσσία πού ἀναμένονταν γιά νά λυτρώσει τόν Ἰσραήλ ἀπο τά δεινά. Ἀλλά στή Καινή Διαθήκη τό ὄνομα Σωτήρ ἀποδιδόμενο στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό σημαίνει τή σωτηρία ἀπό τήν ἁμαρτία πού πραγματοποιεῖται ἀπό τό Χριστό, τή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀπολεσμένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς, τό Εὐαγγέλιο Του εἶναι τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Μόνο στό Χριστό ὑπάρχει ἡ σωτηρία διδάσκει ἡ Καινή Διαθήκη. Ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ ἔχουν σωτηριώδη σημασία, καί κατ' ἐξοχήν σωτηριώδης πράξη εἶναι τό Πάθος Του καί ἡ Ἀνάστασή Του. Τή σωτηρία πού ἑτοιμάζει καί χαρίζει ὁ Χριστός σηματοδοτεῖ ἡ μετάνοια, ἡ πίστη καί ἡ ἔνταξη τῶν ἀνθρώπων στή νέα οἰκογένεια τοΰ Θεοΰ, τήν Ἐκκλησία.
Δέν εἶναι πάντως τοῦ παρόντος ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς ὀνοματολογίας τοῦ Ἰησοῦ καί γιά τοῦτο παραλείπεται ἡ ἀναλυτική ἀναφορά σέ ἄλλους τίτλους Του πού ἔχουν σπανιώτερη ἤ συχνότερη χρήση, ὅπως παῖς Θεοῦ, Υἱός Θεοῦ καί Υἱός ἀνθρώπου[6]. Ἐνδιαφέρει ἐν προκειμένῳ ὁ βασιλικός τίτλος τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός εἴδαμε ἤδη εἶναι βασιλιάς. Ἀλλά ὁ Χριστός ἐνθρονίζεται ὡς βασιλιάς τοῦ καινούργιου κόσμου τοῦ Θεοῦ κατά τή Βάπτισή Του στόν Ἰορδάνη. Χρίεται βασιλιάς ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Μέ τό Χριστό ξεπερνιέται ὁ παλιός κόσμος τῆς ἁμαρτίας καί ἀνοίγεται ὁ κόσμος τῆς καινῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς Βασιλείας, τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς, ἀλλά τό ἀξίωμα αὐτό σημαίνει Δοῦλος καί Διάκονος πού ἔρχεται, ὄχι γιά νά τόν ὑπηρετήσουν καί νά θυσιαστοῦν γι' αὐτόν οἱ ἄνθρωποι ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά θυσιαστεῖ γιά τό λαό Του. Οἱ Ἑβραῖοι περίμεναν τόν Μεσσία σάν ἕναν βασιλιά πού θά τούς ἀπελεύθερωνε ἀπό κάθε ζυγό καί θά στερέωνε τήν παγκόσμια μονοκρατορία του ὡς περιούσιου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ Χριστός δέν ἔρχεται γιά νά ἱκανοποιήσει προσωπικές καί ἐθνικές ἐπιθυμίες κά φιλοδοξίες ἀλλά γιά νά μεταμορφώσει τόν κόσμο ὅλο σέ μία Ἐκκλησία - Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης Του, σέ Καινή Κτίση καί Βασιλεία. Ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς, ἀλλά τό μεγαλεῖο Του δέν εἶναι ἡ δύναμη, ἡ βία καί ὁ νόμος, ἀλλά δύναμή Τοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ δόξα Του ὁ Σταυρός, τό Πάθος καί ἡ Ἀνάσταση.
Για πολλούς αἰῶνες ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Χριστό ἦταν στό στόχαστρο τῶν πολλῶν και ποικίλων αἱρέσεων «Ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν και ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ και εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». (Λουκ. Β΄, 34). Γεμᾶτος χαρά ὁ γέρων Συμεών ὑποδέχεται καί βαστᾶ στίς ἀγκάλες του τόν σαρανταήμερο Χριστό. Ἐκεῖνος πού χρόνια περίμενε, Ἰδού!, ἔχει ἔλθει· Ὁ ‘ἠτοιμασμενος κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν', εἶναι τό ‘φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν’, καί θά καταστεῖ ‘σημεῖον ἀντιλεγόμενον', πρόσωπο πού θά ἐγείρει στό πέρασμα τῶν αἰώνων πολλές ἀμφισβητήσεις καί συγκρούσεις. Πολύ ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς προκαλεῖ τό ἐρώτημα γιά νά ἐπιβεβαιωθεῖ καί νά καταγραφεῖ ἤδη ἀπό τούς ἐπίγειους χρόνους Του αὐτή ἡ προφητική ρήση τοῦ γέροντος Συμεών. «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;»· Ὁ Πέτρος δίνει τελικά τήν ἀπάντηση πού θά ἀποτελέσει τό θεμέλιο γιά τή διαμόρφωση τῆς ἐπίσημης πίστης τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Χριστό: «Σύ εἶ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»(Ματθ. ΙΣΤ΄, 13, 15).
Ὁ Ἄρειος πρῶτος πλήττει τήν Τριαδολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναγορεύει τό Χριστό ὡς κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ Πατήρ εἶναι ἄναρχος καί ἄκτιστος, ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα, δέν ὑπῆρχε πρίν δημιουργηθεῖ, ἄρα δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε τή διδασκαλία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά νά δηλώσει τό ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα καί νά σημειώσει, πώς ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ Θεός ἀλλά ἕνας τέλειος ἄνθρωπος, τότε χάνεται κάθε πραγματική δυνατότητα ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἄρα καί ἡ σωτηρία εἶναι ἀνέφικτη, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τό Θεό, τό Θεό πού φανερώνεται ἐν Χριστῷ. Ἀργότερα ὁ Νεστόριος θά πολεμήσει τή Χριστολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατά τήν οὐσία της, προικισμένη μέ ἰδιαίτερα χαρίσματα ἀπό τό Θεό. Κατόπιν ὁ Εὐτυχής, θά συνεχίσει τό ἔργο τοῦ Νεστόριου, ἀντιστρέφοντάς το. Ὁ Χριστός συνιστᾶ μιά φαινομενική παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στό κόσμο καί στήν ἱστορία, μιά φαινομενική ἀνθρώπινη παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἕνα ‘φάντασμα' ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι κατά τή οὐσία του ἄνθρωπος. Στήν περίπτωση τοῦ Εὐτυχοῦς εἰσάγεται στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἕνας ἀπαράδεκτος δυαλισμός, μιά ἀντίληψη πού ξεχωρίζει ἀντιθετικά καί πολώνει τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό καί τό ὑλικό, τό ἱερό καί τό βέβηλο. Πρόκειται γιά μιά ἀντίληψη στήν ὁποία ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά περιφρονηθεῖ ὅ,τι τό ὑλικό καί φυσικό, νά περιφρονηθεῖ καί νά μισηθεῖ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί κάθε λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.
Ἡ Ἐκκλησία θά πολεμήσει πεισματικά τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις καί κακοδοξίες. Μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, θά ἀντιταχθεῖ στό Χριστό τῶν αἱρέσεων, θά ἀντιταχθεῖ στήν ἰδέα ἐνός ἄσαρκου Θεοῦ, ἤ στήν ἰδέα ἐνός τέλειου ἠθικοδιδάσκαλου, ξέροντας, πώς ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι ὁ Θεός ὁ ἀληθινός, πού προσλαμβάνει ‘ἐν Αὐτῷ’ πραγματικά τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν σώσει θεώνοντάς τον, τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι καταδικασμένος στόν αἰώνιο θάνατο. Ἀντίθετα ἄν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται ἀτρεπτως, ἀναλλοιώτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως, μέ τό Θεό, τότε ὁ θάνατος νικιέται τελειωτικά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται καί χαριτώνεται τή θεία ζωή τοῦ Χριστοῦ[7].
Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στή Χαλκηδόνα θά καταγράψει δογματικά τήν ὁλοκληρωμένη καί βιωμένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Χριστό: «Εἵς καί ὁ αὐτός Χριστός ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν, ἕναν καί τόν αὐτόν υἱόν καί μονογενῆ, τόν Θεόν Λόγον». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερό τῆς Ἁγίας Τριάδος Πρόσωπο. Στό ἕνα καί τό αὐτό Πρόσωπο αὐτό ἑνώνονται κατά τόν ὅρο τῆς Συνόδου ἡ Θεία φύση τοῦ Λόγου καί ἡ ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε κατά τήν Ἐνανθρώπηση. Μονογενής καί ὁμοούσιος κατά τή θεία φύση μέ τόν Πατέρα, ὁμοούσιος κατά τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἐκτός ἁμαρτίας, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.
Τούτη ἡ δογματική διατύπωση τῆς πίστης καί τῆς ἐμπειρίας, ποιά σημασία μπορεῖ νά ἔχει γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο; Εἶναι ἄραγε ἀκαδημαϊσμός ἤ ἡ ζῶσα ἀληθινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀληθινή καί πιστή καταγραφή ἑνός ὑπέρτατου μυστηρίου ποῦ ἄλλο τέτοιο ποτέ δέν γνώρισε ὁ κόσμος; Σέ κάθε περίπτωση, γιά τήν Ἐκκλησία μας, πρόκειται γιά ἕνα μυστήριο πού σά τέτοιο δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ καί νά γνωστοποιηθεῖ λογικά καί νοητικά, ἀνήκει στή δύναμη καί στή σοφία, στήν ἀγάπη προπάντων τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μά ἔκθαμβη ἐμπειρία καί πίστη πού ἔχει τίς ρίζες της στήν ἴδια τή θέα τοῦ Σταυρωμένου καί Ἀναστημένου Χριστοῦ, ἀπό τούς πρώτους Μαθητές καί τούς Ἀποστόλους, μιά βαθιά πίστη καί ἐμπειρία πού παραδίδεται στό λαό τοῦ Θεοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων καί ζωντανεύει ἀέναα στή χαρά τῆς Εὐχαριστίας, στή κοινωνία τοῦ Σταυρωμένου καί Ἀναστημένου Σώματος. Κανείς ὀρθολογισμός δέν μπορεῖ νά σβήσει αὐτή τή δίψα καί τήν πείνα τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων ὁ λαός τοῦ Θεοῦ γλυκαίνεται στή κοινωνία τοῦ Χριστοῦ, σταυρώνεται καί ἀναστήνεται μαζί Του μέσα στήν Εὐχαριστία, στό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, βιώνοντας καί προσβλέποντας στήν ἐσχατολογική τελείωση τοῦ κόσμου καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στή Καινή Βασιλεία Του.
Γ. «Ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα»14. (Κολ. Α΄16)
Τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως ἀνήκει στήν προαιώνια βούληση τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα Στήν προοπτική τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀξία τῆς κτίσεως καί ὅλης τῆς Δημιουργίας συνοψίζεται καί ἀνακεφαλαιώνεται στό Χριστό, στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Στούς Πατέρες τό ‘ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία’, ὑποδηλώνει ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶναι τό προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐνανθρώπηση ὑπῆρχε στή βούληση τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό δέν θά μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ, ἄν δέν ὑπῆρχε τό συγκεκριμμένο πρόσωπο, στό ὁποῖο θά ἑνωνόταν ὑποστατικά ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ Ἐνανθρώπηση ἦταν τό τέλος τῆς Δημιουργίας. Ἡ κτίση ὅλη καί ὁ ἄνθρωπος ἔγιναν γιά τόν Θεάνθρωπο[8].
Ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τή τελευταία φάση τῆς ὑπερφυσικῆς Ἀποκάλυψης καί τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας. Αὐτός εἶναι ἡ δύναμη γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ μετά τό Χριστό περίοδος εἶναι ἡ τελευταῖα φάση τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας, πού ὁδηγεῖ στά ἔσχατα, στόν μέλλοντα αἰώνα, στήν αἰώνια τελείωση, ἐκεῖ ὅπου τά πάντα ἕλκονται ἀπό τό Χριστό. Στό Χριστό βρίσκουμε οἱ ἄνθρωποι τό νόημα τῆς ὕπαρξής μας, στήν ἀπόλυτη ἕνωση μέ Αὐτόν, βρίσκεται ἡ τελείωση, ἡ ἕνωση μέ τό Θεό. «Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ μέ τή συμμετοχή, στή τελείωση, στόν ἀπόλυτο πόθο μας. Γι’ αὐτό πέρα ἀπό τήν ἐνσάρκωση καί τήν ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου δέν μποροῦν πιά νά γίνουν ἄλλες ἐνέργειες τῆς ὑπερφυσικῆς Ἀποκάλυψης οὐσιαστικά καινούργιες. Ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας ἔχει τώρα σκοπό νά δώσει σέ κείνους πού πιστεύουν τήν εὐκαιρία νά γίνουν ἱκανοί γιά τήν πλήρη συμμετοχή στό προσωπικό Ἀπόλυτο, μαζί μέ τό Χριστό, ἐν Χριστῷ»[9].
Ἡ βιβλική ἑβδόμη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, ἀρχίζει μέ τήν ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, μέ τή Θεϊκή εὐφροσύνη τοῦ καλοῦ λίαν κόσμου πού συγκεφαλαιώνεται στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ‘κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν' Θεοῦ δημιουργημένος ἄνθρωπος, εἶναι κεκλημένος καί ἐπιφορτισμένος μέ τή βασιλική ἀποστολή νά πραγματώσει ‘ἐν ἀγάπῃ καί ἐλευθερίᾳ’ τήν πλήρη ἕνωσή του καί τήν ἕνωση τῆς κτίσης ὁλόκληρης μέ τόν Κτίστη Θεό. Ἀπό ἔδω ἡ ἡμέρα ἡ ἑβδόμη, σημαδεύεται ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης καί τό σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Ἡ ἑβδόμη ἡμέρα σημαδεύεται ἀπό τή κλήση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο νά ἀνταποκριθεῖ ἐν ἐλευθερία στό θέλημά Του. Ἡ Βίβλος, ὡς ἱστορία τοῦ ἐκλεγμένου λαοῦ, τοῦ Ἰσραήλ, εἶναι ἡ ἔμπρακτος ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ, καί ταυτόχρονα ἡ ἔκδηλη ἀνάδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας νά ἀνταποκριθεῖ στή κλήση αὐτή. Ἀλλά μέσα στήν ἀνέκκλητη ἔκφραση τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης καί| τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας, ἡ Τριαδική ἀγάπη ἑτοιμάζει τήν ἔλευση Ἐκείνου τοῦ ἠτοιμασμένου προαιωνίως γιά νά πλήξη τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μέ τήν ἀγάπη καί τή θυσία Του. Ἡ Θεϊκή σοφία ἑτοιμάζει τόν ἐρχομό Του καί παιδαγωγεῖ πολυτρόπως καί πολυμερῶς τό λαό Του καί τόν καθοδηγεῖ στήν ἱστορική του ὅδευση.
Ἡ πρώτη δημιουργία τελειώνει τήν ἑβδόμη ἡμέρα, ἀλλά τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁλοκληρώνεται μέ τήν Ὄγδοη ἡμέρα πού φανερώνεται μέ τό Χριστό. Ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς ἐγκαινιάζει τήν Ὄγδοη ἡμέρα, τήν ἡμέρα της ἀναδημιουργίας τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Στόν αἰώνα τοῦτο ὁ Θεός μέ τήν Ἐκκλησία Του, ἐργάζεται ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τήν ἐσχατολογική τελείωση τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ὁ Χριστός σαρκώνει στό Πρόσωπο Του τή Θεϊκή ἀγάπη καί ἐλευθερία· ἡ ἐλεύθερη θυσιαστική τοῦ ἀγάπη λειτουργεῖ ὡς κλήση ἀέναης ἀνταπόκρισης γιά τόν ἄνθρωπο καί τό κόσμο· μέ τήν ἐλεύθερη ἀγαπητικοί Του θυσία καί τήν Ἀνάσταση Του ὁ Χριστός πλήττει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί συντρίβει τούς ποικίλους ἐχθρούς πού λεηλατοῦν τό κτιστό κόσμο καί τόν αἰχμαλωτίζουν στό σκότος τοῦ θανάτου. Στήν ἐσχατολογικη ὅδευση τοῦ καινοῦ αἰώνα ὁ Χριστός εἶναι ἡ δύναμη καί τό φῶς γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ Θεϊκοῦ σχεδίου στά ἔσχατα της ἱστορίας, γιά τήν ἐσχατολογικη τελείωση καί τήν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ μέ τόν Κτίστη, μία ἕνωση πού γιά νά ἔχει ἀξία ἔπρεπε καί πρέπει νά πραγματοποιηθεῖ μονάχα ‘ἐν ἀγάπῃ καί ἐλευθερίᾳ', ἀφοῦ αὐτή ἡ ἀγάπη καί αὐτή ἡ ἐλευθερία εἶναι τά μόνα πού μπορεῖ νά ἀποκαλύψουν ἀρρήτως τό Θεό. Ἄλλωστε γιά ποιά ἀγάπη καί γιά ποιά ἐλευθερία μπορεῖ νά γίνει λόγος, ἄν αὐτή ἡ ἀγάπη δέν σέβεται τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἄν αὐτή ἡ ἐλευθερία δέν καρποφορεῖ μέσα στή χάρη καί τή χαρά τῆς ἀγάπης. Πόση ἀξία μπορεῖ νά ἔχει μία ἀνελεύθερη ἀγάπη καί μία ἀνέραστη ἐλευθερία; πῶς μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ ἀναγκαστικά; πῶς μπορεῖ νά Εἶναι ἐλεύθερος ὅταν περιχαρακώνεται στήν ἀνέραστη ἀτομικότητα πού ἀρνεῖται πεισματικά τήν ἐκ-στατική ἀναφορά, - ἀναφορά καί αὐτοπροσφορά ἀγάπης θυσιαστικῆς καί αὐταπάρνησης πρός τόν σύμπαντα κόσμο, ὅταν εἶναι γνωστό πώς, ἀνελευθερια εἶναι ἡ αἰχμαλωσία στίς δυνάμεις τοῦ κόσμου πού ἀμαυρώνουν τή Θεϊκή εἰκόνα στό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί διχάζουν τό κόσμο τοῦ Θεοῦ;.
Ὁ Χριστός ἔρχεται ἀπό ἀγάπη, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία ὁρίζεται ἀπό τή Δημιουργική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα Ὁ Δημιουργός Θεός κινούμενος ἀπό ἀγάπη δημιουργεῖ καί τελειώνει αγαπητικά τή Δημουργία Του ἀποκαλύπτοντας τό σκοπό της πού εἶναι ἡ ἀγαπητική κοινωνία της μέ Αὐτόν, «..μέ τή σάρκωση Του ὁ Λόγος κυριολεκτικά ‘πάντα περιέλαβε καί ἐν ἑαυτῷ ἐνυπέστησεν', γινόμενος ‘τά πάντα ἐν πᾶσι αὐτός ὁ Θεός', ἀκριβῶς μέσω τῆς ἀληθινῆς καί πλήρους ἀνθρώπινης φύσεως πού προσέλαβε. Αὐτός ἦταν ἐξ ἀρχῆς ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ὁποῖον ἐξέπεσε, καί ἀποκαταστάθηκε ἐν Χριστῷ. Νά φτειάξει αὐτός ὁ ‘μικρόκοσμος' ἀπό τόν κόσμο ἕναν ‘μακροάνθρωπο' ἐνυποστασιασμένο στό Λόγο. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀγάπη του, ἐνοποιώντας τόν κόσμο καί προσάγοντάς τον κατά τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ σ' Αὐτόν, θά ἐξεπλήρωνε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὁδηγώντας τον στήν ἐσχατολογική πληρότητα"[10]. Τό ἀγαπητικό τοῦτο μυστήριο τῆς Δημιουργίας πραγματοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦ τελειότερου τῶν δημιουργημάτων, ἀνθρώπου. Στήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, τήν ‘ἐν σαρκί’ ἕνωση τοῦ ἄνθρωπου καί τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτη καί φανερώνεται πάντοτε ὡς ἀέναη θυσία καί αὐτοπροσφορά ἀγάπης. Κορυφαία ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου.
Ὁ Χριστός ἔρχεται ἀπό ἀγάπη γιά νά ἑνώσει ‘ἐν ἑαυτῷ' καί μέ τό Θεό τόν ἄνθρωπο. Ἐνδύεται τήν ἀνθρώπινη φύση καί διά τῆς ἀλληλοπεριχωρησεως τῆς Θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στό Πρόσωπό Του ἐνσαρκώνει καί πραγματοποιεῖ τό δημουργικό ἀγαπητικό Τριαδικό θέλημα τῆς κοινωνίας τοῦ κτιστοῦ μέ τό Ἄκτιστο. Στό πρόσωπο τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτεται ἡ Δημιουργία καί ὁ σκοπός της καί μάλιστα κατά τρόπο πραγματικό καί ἱστορικό. Ἡ ‘ἐν Χριστῷ' Θεανθρώπινη κοινωνία εἶναι τό μυστήριον καί ὁ σκοπός τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ἀποκαλύπτει καί χαρίζει τή Τριαδική ἀγάπη στό κόσμο, εἶναι διακήρυξη τῆς ἀπόλυτης ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Τριαδικό Θεό, πού πραγματοποιεῖται ‘ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίω Πνεύματι καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καινή κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωση μέ τό Χριστό, καί δι’ αὐτῆς ἡ ἕνωση μέ τόν Πατέρα. «Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἡ πρώτη πραγματικότης γιγνομένη ἐν τῆ Δημιουργία, δρᾶ ἐν χρόνῳ καί ἐν τόπω.Ἔχει πλήρως τούς χαρακτήρας τοῦ αἰτίου τῆς Δημιουργίας- τῆς ἀγάπης - τοῦ κατ' ἐξοχήν στοιχείου αὐτῆς - τῆς σαρκός- καί τῆς κοινωνίας τῶν δυό εἰς τόν τέλειον βαθμόν ὑπ' Ἐκείνου, ὁ ὁποιος μόνον ἔχει τήν δυνατότητα ταύτην, ἤτοι ὑπό του ἐνσαρκωθέντος δημιουργικοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ...Ὁ Χριστός, κατά ταῦτα, εἶναι διά τήν Κ. Διαθήκην ἡ ἕνωσις, ἡ συμπερίληψις πάσης κινήσεως πρός γνῶσιν, ἀπό τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐν ἀγάπῃ ἀρχομένης καί ἐν Ἐαυτῷ μέσῳ τῆς διά τοῦ Σταυροῦ σωτηρίας καί τῆς Ἀναστάσεως τελειουμένης καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν ἑνί ἑκάστῳ ἡμῶν πραγματοποιούμενης»[11].
«Ἐν αὐτῶ συνέοτηκε τά πάντα»: εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν σχέσεων Δημιουργοῦ καί Δημιουργίας, καί ταυτόχρονα ἡ ἀποκάλυψη τοῦ σκοποῦ της πού εἶναι ἡ Θεανθρώπινη κοινωνία. Τόπος καί τρόπος, χῶρος καί χρόνος τῆς 'εν Χριστῷ' συστάσεως τοῦ σύμπαντος κόσμου εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ, ὁ παρατεινόμενος στούς αἰῶνες ΧριστόςΓ Στην Ἐκκλησία τό κτιστό ὁλόκληρο γίνεται φορέας τῆς Θεότητος, Σῶμα δηλαδή Χριστοῦ, ἐγκεντρίζεται ζωοποιημένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα στό Κυριακό Σῶμα. Ἤδη ὁ Χριστός, ὁ Ἐνσαρκος Λόγος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐπεκτείνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί προσλαμβάνει τό κόσμο. «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μία στατική κατάσταση. Ἀποτελεῖ μιά δυναμική μεταμορφωτική κίνηση. Εἶναι ὁ ἀέναος μέσα στό χῶρο καί τό χρόνο γάμος τοῦ Δημιουργοῦ μέ τή δημιουργία του, ἡ διαρκῆς ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο. Σ' αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ἀσύγχυτη ἀνάκραση τῆς κτιστῆς μέ τήν ἄκτιστη φύση, ἡ κτίση ἀναχωνεύεται μέσα στήν σάρκα τοῦ Κυρίου, ἀνασυγκροτεῖται μυστηριακά, μεταμορφώνεται, γίνεται καί ζῆ ὡς Σῶμα Χριστοῦ»[12]. Καί ἄν ἀκόμα ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀέναη ἀνάκραση κτιστοῦ καί Ἀκτίστου, ἄν ἀκόμα ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις, τότε εἶναι φανερό πώς τούτη ἡ ἀνάκραση μπορεῖ νά συντελεσθεῖ μόνον ἐν τοῖς μυστηρίοις καί ἰδιαίτερα στό μυστήριο τῶν μυστηρίων, τήν Εὐχαριστία. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἐν τέλει ὁ τρόπος καί ὁ χρόνος τῆς συνεχοῦς ἐνσωματώσεως, τοῦ ἀέναου ἐγκεντρισμοῦ τοῦ κτιστοῦ στό Κυριακό Σῶμα. Στήν Εὐχαριστία ὁ Χριστός Σαρκώνεται ἱστορικά. Στήν Εὐχαριστία πραγματοποιεῖται ἱστορικά καί ἐσχατολογικά τό μυστήριο τῆς Θεανθρωπινότητος, τῆς προσλήψεως τοῦ κτιστοῦ ἀπό τό Ἄκτιστο στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου. «Αὐτός εἶναι ἡ σαρκωμένη ἑνότητα τῶν πάντων, καί κάθε μετοχή στήν ἑνότητα αὐτή εἶναι ἐμπειρία ἐνσωματώσεως στό Κυριακό Σῶμα, τό ὁποῖο αὐτό καί μόνο εἶναι ἡ ζῶσα στούς αἰῶνες πραγμάτωση τῆς κοινωνίας Θεοῦ, ἀνθρώπου καί κτίσεως. Καί πρόκειται γιά κοινωνία προσωπική ἐπιτελούμενη ἐν ἀγάπῃ ἐφ' ὅσον ὁ Κύριος εἶναι ἡ κοινωνία κτιστοῦ καί Θεοῦ μέσα σέ ἕνα καί τό Αὐτό Πρόσωπο - ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος προσλαμβάνει στήν Ὑπόστασή Του, στό Πρόσωπό Του, τήν ἀνθρώπινη φύση καί δ' αὐτῆς σύμπασα τή κτίση - γι' αὐτό ἄλλωστε... διά τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ὑποστατικῆ ἑνότητα κτιστοῦ καί ἀκτίστου στό ἕνα Πρόσωπο του Χριστοῦ πού μεταδίδεται κατά χάριν καί σ' ὅλη τήν ἐκκλησιαζόμενη κτίση»[13].
Δ. Ἡ Ἐνσάρκωση ἡ Ἐκκλησία καί τό μυστήριο της Εὐχαριστίας.
Ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα γεγονός καί μυστήριο διπλό: Στό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως ὁ Θεός προσλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἀφ' ἐνός καί ἀφ' ἑτέρου ὁ ἄνθρωπος προσλαμβανόμενος ἀπό τό Θεό ζεῖ τή Θεία ζωή Του. Ἡ Σάρκωοη εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἴσοδός του στήν ἱστορία Στό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως ὁ ἀπρόσιτος καί ἀόρατος στόν κτιστό κόσμο Θεός ἀποκαλύπτεται καί ἡ ἄπειρη φιλανθρωπία καί ἀγάπη Τοῦ σπάζει τίς ἀποστάσεις μέ τό κτιστό, γεφυρώνει τήν ὀντολογική ἀπόσταση καί πραγματοποιεῖ τήν ἀρχέγονη ἐπιθυμία Του πού εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ κτιστοῦ ἐν Αὐτῷ. Καί αὐτό τό ἐργάζεται μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπό ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Λόγο. Ὁ Λόγος φορεῖ τήν ἀνθρώπινη σάρκα πού τοῦ χάρισε ἐξ ὀνόματος τοῦ κόσμου ἡ Παρθένος, γίνεται ὁρατός καί προσιτός ἀπό τά κτίσματά Του. Ἡ σάρκα τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτει τό Θεό στόν κόσμο καί μεταδίδει σ’ αὐτόν τή Θεία ζωή Του. Καί προσλαμβάνοντας ὁ Θεός τήν ἀνθρώπινη σάρκα τήν ὑψώνει σέ κατοικία - ναό τοῦ Θεοῦ καί σέ Θεία σάρκα, τή θεώνει. Σάρκα στήν ἑβραϊκή γλώσσα σημαίνει ὄχι μονάχα τό σῶμα, ἀλλά ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὁ Λόγος δέν προσλαμβάνει μονάχα τό ἀνθρώπινο σῶμα ἀλλά ὅλο τόν ἄνθρωπο. Στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνωνόμαστε πραγματικά μέ τό Θεό. Ἡ Ἐκκλησία θά γράψει ὁ Φλωρόφσκυ, «εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στή γῆ. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εὐλογημένης Του παρουσίας, ἡ ἐνοίκηση Του μέσα στό κόσμο... Στήν Ἐκκλησία, στό θεανθρώπινό της ὀργανισμό, πραγματώνεται συνεχῶς τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως, τό μυστήριο τῶν ἀδιάλυτα ἑνωμένων δυό φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης, ἡ πληρότητα τῆς ἀποκαλύψεως, μιᾶς ἀποκαλύψεως ὄχι μόνο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἀνθρώπου»[14].
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅπως ὁ Χριστός, ἡ ἀσύγχυτη ἕνωση τοῦ Θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου ἡ ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ μέ τό Ἄκτιστο. Στόν τόπο τῆς Ἐκκλησίας συντελοῦνται οἱ μυστικοί Γάμοι τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἀγαπημένο λαό Του, μέ ὅλη Του τή Δημιουργία Αὐτή ἡ ἕνωση εἶναι ἡ προαιώνια ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία ἔγινε γιά νά χαρεῖ τή κοινωνία μέ τό Θεό, καί ὁ μικρόκοσμος ἄνθρωπος κλήθηκε νά πραγματοποιήσει αὐτή τή κοινωνία Ὁ ἄνθρωπος δημιουργημένος κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχει κληθεῖ νά τείνει πρός τήν Εἰκόνα - τό Χριστό πού εἶναι ἡ Εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, νά ἑνωθεῖ δηλαδή ὑποστατικά μέ τό Θεό καί Λόγο γιά νά γίνει τελικά μέσα στήν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κατά χάριν ὅμοιός Του, κατά χάριν εἰκόνα Του, δηλαδή νά θεωθεί κατά χάριν. Τούτη ἡ ἐσχατολογική ὅδευση πραγματοποιεῖται μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ παρατεινόμενου στούς αἰῶνες Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ τόπος τῆς ἀέναης προσλήψεως τοῦ κτιστοῦ ὑπό τοῦ Ἀκτίστου. Εἶναι ὁ τρόπος καί ὁ τόπος τῆς συγκαταβαίνουσας καί ἀποκαλυπτόμενης ἀγάπης καί φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐλεύθερης ἀγαπητικῆς ἀποδοχῆς καί αὐτοπαραδόσεως τοῦ κτιστοῦ στή Θεία ἀγάπη, ὁ τόπος τῆς δίψας καί τῆς πείνας τοῦ ἀναμενόμενου σωτήρα καί βασιλιά, τῆς ἐλεύθερης συγκατάθεσης τοῦ ἀνθρωπου στό Θεῖο θέλημα [15].
Ἡ Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ὁ λειτουργικός τόπος, ὅπου ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ξαναζεῖ τό θαῦμα τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, εἶναι ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς συναντήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τό Χριστό, τῆς διαρκοῦς ἀμοιβαίας ἐνοικήσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ λαοῦ Του. Ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται καί προσέρχεται γιά νά ἑνωθεῖ μυστικά στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά ἀποτελεστεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας λαμβάνουμε μέσα μας τό Χριστό. Στή πραγματικότητα ὅμως εἶναι ὁ Χριστός πού μας προσλαμβάνει καί μᾶς ἑνώνει στή Θεία Του σάρκα, μᾶς Χριστοποιεῖ καί μας Θεοποιεῖ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μέ τήν ὑποστατική ἕνωσή της μέ τή Θεία φύση, ζωοποιεῖται στήν Εὐχαριστία οἱ πιστοί ζωοποιοῦνται ἀπό τή κοινωνούμενη Θεότητα. Τό μυστήριο της Εὐχαριστίας δέν εἶναι μόνον ὁ τόπος τῆς συσταυρώσεως καί τῆς συναναστάσεως μέ τό Χριστό, δέν εἶναι μονάχα ὁ τόπος τοῦ σταυροαναστάσιμου ἀναβαπτισμοῦ μας στή ζωή Τοῦ εἶναι ὁ τόπος τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου μετά τοῦ Θείου, ὁ τόπος ὅπου ὄχι μονάχα τελεσιουργεῖται ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἐνανθρωπισθέντος Λόγου, ἀλλά καί ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς πραγμάτωσης τοῦ Χριστολογικοῦ μυστηρίου τῆς ἀσύγχυτης ἕνωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.[16].
Ἡ Εὐχαριστία εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς συνεχοῦς ἐνσωματώσεως τοῦ κτιστοῦ στό Κυριακό Σῶμα Ἡ Εὐχαριστιακή ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διηνεκής παρουσία τῆς ἱστορικῆς Του ἐνσαρκώσεως. Ὁ Χριστός μέ τό μυστήριό της ἐνυποστάσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ‘θεοπρεπῶς τά πάντα εἰς ἑαυτόν ἀνακεφαλαιώσατο'. Τό ἴδιο καί ὁ ἄνθρωπος προσχωρώντας στόν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ προσκομίζει σύμπασα την κτίση πρός ζωοποίηση μέσα στήν εὐχαριστιακή καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στήν Εὐχαριστία γίνεται συγκεκριμμένη ἡ ἀλλαγή τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς φύσεως τῶν ὄντων: ἡ κατά χάριν εἰσαγωγή της στόν τρόπο τῆς θείας τριαδικῆς προσωπικῆς κοινωνικῆς ὑπάρξεως, τήν ὁποίαν συγκροτεῖ ὁ Πατήρ, ἡ κατά χάριν εἰσαγωγή τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας διά τοῦ ἀνθρώπου στό μυστήριο τῆς Ἐνυποστάσεως στήν καινή κτίση τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὄντως εἶναι,....Κατά τίς βαθμίδες ὀντολογικῆς ἐνσωματώσεως στό ζῶν Σῶμα τοῦ Κυρίου ὅπου τό ἀνθρώπινο καί κοσμικό εἶναι, προσλαμβανόμενο μέσω τῶν εὐχαριστιακῶν ἐνσαρκώσεων στή θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου μεταμορφώνεται βαθμιαία, γίνεται δηλαδή Ἐκκλησία καί σώζεται διά τῆς Σαρκός καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ[17].
Ἡ Θεία Λειτουργία σύμφωνα με ὀρισμένους λειτουργικούς Πατέρες ( Θεόδωρος Ἀνδίδων, ψευδοΣωφρόνιος Ἱεροσολύμων κ.λ.π), στή τελετουργική της ἐπιτέλεση, ἀνακεφαλαιώνει τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ὁλόκληρη τήν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας πού συντελέσθηκε μ' αὐτή. Ἔτσι ἡ Λειτουργία ἀρχίζει ἀπό τήν ἁγία Πρόθεση πού λειτουργικά συμβολίζει τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ἡ Βηθλεέμ εἶναι ὁ τόπος τῆς ‘ἐν σαρκί' φανερώσεως τοῦ Θεοῦ καί γι' αὐτό ἡ λειτουργική φανέρωσή Του ἀρχίζει ἀπό τήν Πρόθεση. Ἐκεῖ προσκομίζουμε τόν ἄρτο -τά πρόσφορα πού εἶναι ἡ σάρκα τοῦ κόσμου, ἡ σάρκα τῆς Παρθένου Μαρίας γιά νά γεννηθεῖ ἐξ αὐτῆς, ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἄρτου ὁ οὐράνιος ἄρτος τῆς ζωῆς. Ὁ Διάκονος προετοιμάζοντας τά Δῶρα γιά τήν προσκομιδή συμβολίζει τόν Ἄγγελο πού ἀναγγέλλει στή Μαρία τό Χαῖρε καί τῆς γνωρίζει τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἱερέας στεκόμενος μπροστά στή Πρόθεση γιά νά ἑτοιμάσει τά Τίμια Δῶρα ἀπαγγέλει ὕμνους τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. ‘Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πάσιν ἡ Ἐδέμ...’. Ἡ Λειτουργική τελεσιουργία τῆς Ἐνσαρκώσεως θά συνοδευτεῖ μέ τά Ἀντίφωνα ἤ τά Τυπικά γιά νά δηλωθεῖ πώς ὁ ἐρχόμενος Κύριος εἶναι αὐτός πού ἀπό αἰῶνες ἔχει ἀναγγελθεῖ, καί θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τή ψαλμωδία τοῦ ‘Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ...' σέ συνδυασμό μέ τό Τρισάγιο Ὕμνο γιά νά δηλωθεῖ πώς ὁ σαρκούμενος καί ἐρχόμενος εἶναι ἕνας ‘τῆς Ἁγίας Τριάδος συνδοξαζόμενος τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι...'. Λίγο πρίν τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, κατά τή ψαλμωδία τοῦ Τρισάγιου Ὕμνου, ὁ Λειτουργός πλησιάζει εὐχόμενος καί δοξολογώντας, τήν Πρόθεση: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»
Ἡ Πρόθεση –κατά τη νεότερη αγιογραφική παράδοση- ἁγιογραφεῖται μέ τήν Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἁρμόζει στόν λειτουργικό συμβολισμό της, ἀλλά καί γιά τονισθεῖ μέ τήν Εἰκόνα ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐνανθρωπήσεως, σέ μιά μυστική ἐπανασυνάντηση τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς νίκης δηλαδή τῶν εἰκόνων καί ἐκείνου πού αὐτή ἑορτάζει καί οἰκουμενικά καί διαχρονικά διακηρύσσει: τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἐκεῖ στή Πρόθεση - Βηθλεέμ, ὅπου συγκατέβηκε ὁ Χριστός γιά νά συναντήσει τό κόσμο, ἐκεῖ, εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, στήν ἀέναη τελεσιουργία τῆς Εὐχαριστίας, ὁ κόσμος προσφέρει ἑαυτόν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ προσφέρει τό κόσμο καί τόν ἑαυτό του, - τό ψωμί καί τό κρασί - γιά νά ἑτοιμαθεῖ πρός ὑποδοχή τοῦ Θεοῦ, νά ἀποκαλυφθεῖ στό κτιστό κόσμο ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀκτίστου Θεοῦ, νά ἀναδειχθεῖ ἀπό ἐκεῖ ὁ Κύριος τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ‘ἐκ δεξιῶν καθέδρας', νά μεταμορφωθεῖ ὁ κτιστός κόσμος μέσα στήν ἀγάπη Του, σέ καινή κτίση ἐν Χριστῷ καί ἐν 'Αγίω Πνεύματι.
Ε. Ἡ συνέργια στή σωτηρία. Χάρη καί ἐλευθερία. Ἡ Παναγία.
Ὅταν ὁ Θεός τῆς ἀγάπης ἐργάζεται τή σωτηρία σέβεται ἀπόλυτα τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία Ὁλόκληρη ἡ Ἱστορία τῆς σωτηρίας, ὅπως τήν ἐργάζεται ὁ Θεός, εἶναι πρόκληση στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία Ἡ ἴδια ἡ Δημιουργική εὐθύνη πού ἀνετέθη ἀπό τό Δημιουργό Θεό στόν ἄνθρωπο, προϋποθέτει τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ συν - δημιουργοῦ ἀνθρώπου στό ἔργο καί τή χαρά τῆς Δημιουργίας. Ἡ Πτώση εἶχε ὡς πλαίσιο τῆς την ἐλευθερία αὐτή, ἦταν αὐτή καθ' ἑαυτή ἀρνητική ἀπάντηση στό δημιουργικό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος δημιουργημένος ἐλεύθερος ἀπό τό Θεό, καλεῖται νά ἀπαντήσει μέ τή χρήση τῆς προσωπικῆς του ἐλευθερίας στό Τριαδικό κάλεσμα. Ἐλεύθερα ὁ ἄνθρωπος διάλεξε ἀνάμεσα στή ζωή καί στό θάνατο, ἐλεύθερα ἀρνήθηκε τό Θεό καί Πατέρα του. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ εἶναι μιά περιπέτεια ἐκλογῆς ἀνάμεσα στή ζωή καί στό θάνατο, στή ζωή κοντά στό Θεό πού σώζει καί χαριτώνει καί στό διάβολο πού καταστρέφει καί θανατώνει. Ὁ Ἄσωτος ταῆς παραβολῆς καί ὁ Φιλεύσπλαγχνος Πατέρας, ἐνσαρκώνουν καί νοηματοδοτοῦν τήν ὀντολογική ἐλευθερία τοῦ Εὐαγγελίου Καί τελικά ὅπως ἡ Πτώση συντελέσθηκε ἐλεύθερα, ἔτσι καί ἡ σωτηρία προορίζεται νά συντελεσθεῖ μέ τόν ἀπόλυτο σεβασμό ἀπό τόν ἐρχόμενο Σωτήρα Θεό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. «Ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Ὁ Χριστός ἐνσαρκώνει τούτη τή καινή πρόκληση στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία Προσέρχεται χωρίς νά παραβιάζει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἔρχεται γιά νά σώσει ἀληθινά, γιατί ξέρει καλά πώς καμιά σωτηρία δέν ἔχει ἀξία, ἄν αὐτή ἐπιχειρηθεῖ ἐκβιαστικά, καταπιεστικά καί μαγικά. Τό μυστήριο τοῦ Θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως, ἀνήκει στό χῶρο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλευθερίας. Καί ἡ ἀληθινή καί γνήσια Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζει καλά πώς ὁποτεδήποτε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας ἐπιχειρήθηκε νά ἐπιβληθεῖ καταγκαστικά, ἡ Ἐκκλησία ἔπαυε νά εἶναι μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως καί μεταβαλλόταν σέ ἁπλή θρησκεία. Στήν Εὐχαριστιακή ἐσχατολογική ὅδευση ἡ Παρουσία τοῦ Παρακλήτου Ἁγίου Πνεύματος, χαριτώνει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία στήν ἱστορία τῆς ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Ἐκκλησιαστικῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλευθερία δεσπόζουν γιά νά καταξιώσουν στήν ἐσχάτη καί ἀληθινή τελείωση.
Ὅταν ἀναφερόμαστε στή Γέννηση τοῦ Κυρίου, δέν μπορεῖ παρά νά γίνεται λόγος καί γιά τήν Μητέρα ἐκείνη πού ἔφερε στή δική της σάρκα τόν Κύριο, πού μέ τή δική της σάρκα σάρκωσε τόν ἄσαρκο καί στή δική της μήτρα χώρεσε τόν ἀχώρητο. Ἡ Παναγία Μητέρα ἤδη ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς ἁγιάζεται καί χαριτώνεται, γίνεται κεχαριτωμένη καθώς τήν λαμπρύνουν ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐλογημένη πάναγνη σάρκα της κυοφορεῖ γιά νά γεννήσει τόν Γεννήτορα τῆς κτίσεως. Ἡ Μαρία εἶναι τό τέλος τῆς Ἱστορίας τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ, τό δένδρο πού φύτρωσε πάνω στή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῶν προσδοκιῶν τῆς ἀνθρωπότητος, τό τελευταῖο πρόσωπο τοῦ λείματος, πού μέ τό Πνεῦμα του ὁ Θεός χαρίτωσε γιά νά φέρει στό κόσμο τό Χριστό. Ἡ Μαρία πραγματοποιεῖ τελικά, ὅ,τι κανένας ἄλλος ἀπό τά ἱερά πρόσωπα τῆς Π.Δ. δέν κατόρθωσε. Δίνει τήν ἄσπιλη σάρκα τῆς στό Θεό. Ἡ Παναγία Μαρία σαρκώνοντας τόν Κύριο τῆς σωτηρίας, σαρκώνει ταυτόχρονα μέ τή δική της συγκατάθεση τή συμφωνία, τή συγκατάθεση καί τή θέληση τοῦ κόσμου στό νά σαρκωθεῖ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου». Στή γλώσσα τῆς Βίβλου δοῦλος σημαίνει αὐτός πού γίνεται συνεργός τοῦ Θεοῦ στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πάσχων δοῦλος τοῦ Θεοῦ κατά τή Παλαιά Διαθήκη, γιατί ἐργάζεται τό Τριαδικό θέλημα τῆς σωτηρίας. Καί ἡ Μαρία γίνεται δούλη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ὑπηρετήσει αὐτό τό θέλημα. Ἡ Μαρία μέ τήν ἐλεύθερη θέληση τῆς δέχεται ὁλόκαρδα νά ὑπηρετήσει ταπεινά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας, γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Στό πρόσωπο τῆς Μαρίας, στή σάρκα τῆς κεχαριτωμένης παρθένου Παναγίας ἡ κτίση προσφέρει τή σάρκα της γιά νά γεννηθεῖ ὁ ἄσαρκος καί ἄναρχος Θεός.
Αὐτή ἡ χαρούμενη καί ἐλεύθερη συγκατάθεση τῆς Παρθένου γίνεται πλέον στή ζωή τοῦ λαοῦ ὁ ἀπαράβατος ὅρος γιά νά σαρκώνεται ἀέναα στή ζωή του ὁ Χριστός, γιά νά καρποφορεῖ τό θέλημα καί ἡ χάρη τῆς Τριαδικῆς ἀγάπης γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Χρειάζεται αὐτή ἡ ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά νά καρπίσει τό Θεῖο Τριαδικό θέλημα. Ἡ Ἠθική του Εὐαγγελίου εἶναι «μιά ἠθική θεόνομη, μιά ἠθική θεανθρώπινης συνεργασίας. Μιά ἠθική πού ἀσκοῦμε, ὅταν ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἤ ἐλευθερία ὑπερβαίνει καί ἀρνεῖται κάθε αὐτόνομη ἤ ἐτερόνομη ἔκπτωση ἤ ἐξασθένησή της, ἤ ὅταν ἡ θέληση ἤ ἡ ἐλευθερία μας παραδίνεται καί συμορφώνεται πρός τή θεία θέληση ἤ χάρη... ἡ ἠθική εἶναι ἀγάπη πρός τό Θεό... δέν εἶναι ἁπλῶς θέμα ἀνθρώπινης δραστηριότητας, ἀλλά κυρίως ὑπακοή στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καρπός θεανθρώπινης συνεργασίας.... Ἡ ἀσκητική ἐμπειρία μας πληροφορεῖ.... ὅτι στήν ὁδό τῆς ἀσκησεως καί τῆς ἀθλήσεως, τῆς αὐξήσεως καί τῆς προκοπῆς τῆς ἀναπληρώσεως καί τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνος... Τά πάντα στό Χριστιανισμό εἶναι θεανθρώπνα, εἶναι ἀποτέλεσμα συνεργίας χάρης καί ἐλευθερίας»[18].
ΣΤ. "Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός".' Ἐπιλογικό.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τή λατρεία της, μέ τά μυστήρια καί ἰδιαίτερα μέ τή Θεία Εὐχαριστία γίνεται ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῆς ἀέναης Ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς προσλήψεως τοῦ κτιστοῦ ἀπό τό Ἄκτιστο. Ἡ Ἐνανθρώπηση φανερώνει τό καινό τρόπο τῆς συνάντησης Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μιά συνάντησης πού τήν περιγράφει καί τήν ὁροθετεῖ ἡ συνέργια Θεοῦ καί ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας καί τῆς θέωσης. Ἀπό τό Θεό δίνεται ἡ καινούργια δυνατότητα καί ἡ χάρη γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στή θέωση. Ἀλλά τώρα ἀπαιτεῖται ἡ ἀπόλυτη ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προσωπική του θέληση νά προσφέρει ἐλεύθερα τόν ἑαυτό του στήν ἐπίτευξη καί τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς συνέργιας. Καί ὁ πλέον γνήσιος καί αὐθεντικός τόπος καί τρόπος γιά νά γίνουν καί νά τελεσφορήσουν ὅλα αὐτά, εἶναι τά μυστήρια της Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῶν μυστηρίων ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἐκεῖ ὅπου σωματοποιεῖται ἡ μυστική συνάντηση καί ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο[19].
Μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου νικῶνται ὁ θάνατος, ἡ φθορά καί ἡ ἁμαρτία, συντρίβεται τό παράλογο καί τό κακό καί ὅλα πιά μποροῦν νά ζήσουν σάν σέ μιά καινούργια κτίση, νά ζήσουν μιά καινή ζωή, μιά ζωή Θεανθρώπινη. Μέ τήν Ἐνανθρώπηση ὁ ἄνθρωπος προσοικιώνεται τή χάρη τῆς Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας καί πλέον προσκαλεῖται στόν ἀγώνα τῆς προσωπικῆς καρποφορίας. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται ὁ τόπος μιᾶς καινῆς πνευματικότητας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μέ τή ὑπακοή τοῦ στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό φανερώνεται στή καθολικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐνσωματώνεται στό Κυριακό Σῶμα καί γίνεται πρόσωπο καθώς ἀπολαμβάνει ἐν ἀγάπῃ τήν κοινωνία μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. «Τό πᾶν εἶναι νά αἰσθάνεται κανείς, μέ τήν παράκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στή χάρη τῆς ἔνσαρκης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἤ νά ζεῖ ἀδιάλειπτα ἐν Χριστῷ...Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ στό στάδιο τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως καί αὐξήσεως, συνίσταται στό νά αἰσθανθεῖ πραγματοποιούμενο στόν ἑαυτό τοῦ τό σκοπό τῆς Ἐνανθρωπήσεως... Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι ὁ ἀδαπάνητος πλοῦτος τῆς Ἐνσαρκώσεως ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Οἱ ρίζες τῆς βρίσκονται στό μεταϊστορικό καί συγχρόνως ἱστορικό γεγονός τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στήν αὐτουργία καί στή χάρη τοῦ Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας»[20]. Ὁλόκληρο τό περιεχόμενο καί ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι νά κατορθώσουμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καί τή ζωή τή δική μας μέσα στό Χριστό, νά ζήσουμε τή θεανθρώπινη πληρότητα μέσα στή Χάρη τοῦ Παρακλήτου Πεύματος. Ὁ Μ. Βασίλειος θά περιγράψει τό περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς πού εἶναι: «ἡ μίμηση Χριστοῦ ἐν τῷ μέτρῳ τῆς Ἐνανθρωπήσεως, κατά τό ἐπιβάλλον τῇ ἑκάστου κλήσει»[21].
Ιωάννης Κανιολάκης
Θεολόγος
Δ/ντής 3ου Γυμνασίου Ρεθύμνου
[1] Ἰδιόμελο Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων.
[2] Μ. Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, σελ. 100.
[3] Σ. Ἀγουρίδη, Βιβλικά μελετήματα, σελ. 97-106.
[4] Γ. Γαλίτη, Ἑρμηνευτικά, σελ. 582..
[5] Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, σελ. 48-49.
[6] Για τά ὀνόματα τοῦ Ἰησοῦ, δές ἀναλυτικά, στο Γ. Γαλίτη, Ἑρμηνευτικά τῆς Κ.Δ.
[7] Σχετικά στό: Χ. Γανναρά, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης.
[8] Ἱ. Βλάχου, Οἱ Δεσποτικές ἑορτές, σέλ. 43.
[9] Δ. Στανιλοάε, Ὁ Θεός, κόσμος, ὁ ἄνθρωπος, σέλ. 64-65.
[10] Ν. Λουδοβίκου, Ἡ Εὐχαριστιακή ὀντολογια, σελ..206
[11] Σχετ. στό. Ν. Νησιώτη. Προλεγόμενα εἰς τήν θεολογική γνωσιολογίαν. σελ. 65- 56, 159-160
[12] Π. Νέλλα, Ζῶον Θεούμενον, σελ. 161.
[13] Ν. Λουδοβίκου, Ἡ Ευχαριστιακή ὀντολογία, σελ. 191
[14] π. Γ. Φλωρόφσκυ. Θέματα ὀρθοδόξου Θεολογίας, σελ. 191
16 Π. Νέλλα, Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὁ θεοκεντρικός ἀνθρωπισμός. Σύναξη 59./ 1996
[16] ἀρχ. Χρ. Σταυροπούλου, Κοινωνοί Θείας φύσεως, σελ 77-90.
[17] Ν. Λουδοβίκου, Ἡ Εὐχαριστιακή ὀντολογία, σελ. 120, 276, 278, 274.
[18] Μ. Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, σελ 95....
[19] σχετ. Γ. Πατρώνου, Ἡ Θέωση τοῦ ἀνθρώπου, σελ. 115-122.
[20] Μ. Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, σελ. 108, 109.
[21] Μ. 31, 128