ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΡΗΤΗΣ - THEOLOGOI-KRITIS.SCH.GR

ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς
Αρχική Αρθρογραφία Η Σάρκωση του Θεού Λόγου

Η Σάρκωση του Θεού Λόγου

E-mail Εκτύπωση

Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῶ...

«Σή­με­ρον δέ­χε­ται ἡ Βη­θλε­έμ τόν κα­θή­με­νον διά παν­τός σύν Πα­τρί»[1]

 

Α. "Λύ­τρω­σιν ἀ­πέ­στει­λεν Κύ­ριος τῶ λα­ῶ αὐ­τού". Προ­λο­γι­κό.

«Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἐ­ξῆλ­θε δόγ­μα πα­ρά Καί­σα­ρος Αὐ­γού­στου ἀ­πο­γρά­φε­σθαι πά­σαν τήν οἰ­κου­μέ­νην... Ἀ­νέ­βη δέ καί Ἰ­ω­σήφ ἀ­πό τῆς Γα­λι­λαῖ­ας ἐκ πό­λε­ως Να­ζα­ρέτ εἰς τήν Ἰ­ου­δαί­αν, εἰς πό­λιν Δαυ­ίδ, ἥ­τις κα­λεῖ­ται Βη­θλε­έμ..., ἀ­πο­γρά­ψα­σθαι σύν Μα­ριάμ τῆ με­μνη­στευ­μέ­νη αὐ­τῶ γυ­ναι­κί, οὔ­σῃ ἐγ­κύ­ῳ.. Ἐ­γέ­νε­το δέ, ἐν τῷ εἶ­ναι αὐ­τούς ἐ­κεῖ, ἐ­πλή­σθη­σαν αἱ ἡ­μέ­ραι τοῦ τε­κεῖν αὐ­τήν. Καί ἔ­τε­κε τόν υἱ­όν αὐ­τα τῆς τόν πρω­τό­το­κον...»(Λουκ. Β΄ 1..)

‘Σήμερον’ καί εἰς τούς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων ἑ­ορ­τά­ζου­με ὅ,τι συ­νέ­βη τό­τε, ‘τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ’ στή Βη­θλε­έμ: Τή Σάρ­κωση τοῦ Λό­γου το­ῦ Θε­ο­ῦ.  Ἑορ­τά­σου­με τή μη­τρό­πο­λη τῶν ἑ­ορ­τῶν, τό ὑπε­ρε­όρ­τιο μυ­στή­ριο τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Λό­γου το­ῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός ‘τῷ και­ρῷ ἐκείνῳ’  ἀλ­λά καί ‘σή­με­ρον’ καί ‘­εἰς τούς αἰ­ώ­νας τῶν αἰώ­νω­ν', προ­ω­θεῖ τό προ­αι­ώ­νιο καί αἰ­ώ­νιο σχέ­διό Του γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου καί το­ῦ ἀν­θρώ­που: Σαρ­κώ­νε­ται ὁ Υἱ­ός Τοῦ ‘ἐκ Πνεύ­μα­τος  Ἁ­γί­ου καί Μα­ρί­ας τῆς Παρ­θέ­νου’.  Ὁ Υἱ­ός καί Λό­γος εἰ­σέρ­χε­ται στήν ἱ­στο­ρί­α, ‘φύ­σει γε­νό­με­νος ἄν­θρω­πος δι’ ἡ­μᾶς’. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὁ ἀ­πό Να­ζα­ρέτ εἶ­ναι ὁ Σαρ­κω­μέ­νος Υἱ­ός το­ῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός συγ­κα­τα­βαί­νει ὡς Θε­άν­θρω­πος, προσ­λαμ­βά­νει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ὅ­λα τά σχή­μα­τα το­ῦ κό­σμου καί τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἐν­τάσ­σε­ται σέ ἕ­να λα­ό, μι­λά­ει τή γλώσ­σα τῶν ἀν­θρώ­πων, ζε­ῖ καί ἀ­νή­κει σέ μιά ἀν­θρώ­πι­νη οἰ­κο­γέ­νεια, ἔ­χει συγ­γε­νεῖς καί φί­λους, ἔ­χει ἐ­πάγ­γελ­μα, εἶ­ναι πο­λί­της το­ῦ κρά­τους τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ καί μιᾶς παν­το­δύ­να­μης ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, συγ­κρού­ε­ται μέ τίς πο­λι­τι­κές καί θρη­σκευ­τι­κές δυ­νά­μεις καί ἐ­ξου­σί­ες, κη­ρύτ­τει τή και­νούρ­για Βα­σι­λεί­α τῆς ἀ­γά­πης, τῆς εἰ­ρή­νης καί τῆς δι­και­ο­σύ­νης το­ῦ Θε­ο­ῦ, πε­θαί­νει καί ἀ­να­στή­νε­ται γιά τή Βα­σι­λεί­α αὐ­τή καί γιά τό λα­ό Του, ἀ­να­λαμ­βά­νει με­τα­μορ­φω­μέ­νο καί θε­ω­μέ­νο τό κτι­στό στό θρό­νο τοῦ Θε­ο­ΰ καί Πα­τέ­ρα. Μέ ὅ­λα τοῦ­τα γί­νε­ται φα­νε­ρό πώς ὁ Θε­ός, ὁ Θε­άν­θρω­πος καί Λό­γος ἀ­πο­δέ­χε­ται καί κα­τα­φά­σκει τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α, τή προσ­λαμ­βά­νει γιά νά τή με­τα­μορ­φώ­σει. Ὁ Λό­γος εἰ­σερ­χό­με­νος στήν ἱ­στο­ρί­α ἐγ­και­νιά­ζει ἕνα νέ­ο ἦ­θος ζω­ῆς γιά τόν κό­σμο, και­νές ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις, και­νά κρι­τή­ρια ἀ­ξι­ο­λό­γη­σης τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ βί­ου καί τῶν ἀν­θρω­πί­νων πρά­ξε­ων. Ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση το­ῦ Θε­οῦ σή­μα­νε τήν ὕ­ψι­στη πρά­ξη κα­το­χύ­ρω­σης τῆς ἀ­ξί­ας καί ἱ­ε­ρό­τη­τας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, τή δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στή κλή­ση το­ῦ Θε­ο­ῦ, στό κα­τά φύ­σιν προ­ο­ρι­σμό του. Ὁ Θε­ός προ­σφέ­ρε­ται ὄ­χι ὡς Δι­δά­σκα­λος τῆς ἠ­θι­κῆς, ἀλ­λά προ­σφέ­ρει τό Σῶ­μα Του καί τό Αἷ­μα Του στόν ἄν­θρω­πο γιά νά συγ­κρο­τη­θεῖ κα­τά χά­ριν τό Θε­αν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό Του, νά συ­στα­θεῖ ἡ και­νή κτίσις το­ῦ Θε­ο­ῦ.

Μέ τή Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ καί οἱ ὁ­ρα­μα­τι­σμοί τῶν προ­φη­τῶν. «ἰ­δού ἡ παρ­θέ­νος ἐν γα­στρί ἔ­ξει καί τέ­ξε­ται υἱόν, καί κα­λέ­σου­σιν τό ὄνο­μα αὐ­το­ῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ὅ ἐ­στί με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον με­θ’ ἡμῶν ὁ Θε­ός». (Ματθ. Α΄, 23). Ὄντως πλέ­ον ὁ Θε­ός εἶ­ναι μέ τό λα­ό Του.  «Καί ὁ Λό­γος σάρξ ἐγέ­νε­το καί ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡμῖν καί ἐθε­α­σά­με­θα τήν δό­ξαν αὐ­το­ῦ. Εἰς τά ἴδια ἦλ­θε, καί οἱ ἴ­διοι αὐ­τόν οὐ πα­ρέ­λα­βον. Ὅ­σοι δέ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι, τοῖς πι­στεύ­ου­σιν εἰς τό ὄ­νο­μα αὐ­το­ῦ».(Ἰ­ω­άν. Α΄, 14, 11-12). «Ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός εἶ­ναι ἡ ἐ­νυ­πό­στα­τη κα­θο­λι­κή ἀ­λή­θεια. Ἡ ἀ­λή­θεια γιά τό Θε­ό καί ἡ ἀ­λή­θεια γιά τόν ἄν­θρω­πο... Εἶ­ναι ὁ πλή­ρης καί ἀ­λη­θι­νός Θε­ός, ὁ ἑ­νω­μέ­νος μέ τήν Ἁ­γί­α Τριά­δα καί ὁ πλή­ρης καί ἀ­λη­θι­νός ἄν­θρω­πος, ὁ ἑ­νω­μέ­νος μέ ὅ­λους­ τούς ἀν­θρώ­πους, πού ἀ­πο­τε­λοῦν τό σῶ­μα Του, τήν Ἐκ­κλη­σία….. Ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση εἶ­ναι τό κεν­τρι­κό μυ­στή­ριο ὅ­λης τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας. Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α καί ἡ σω­τη­ρί­α, δλη ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τῆς  Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τό νό­η­μα καί ὁ σκο­πός τοῦ εἶ­ναι καί το­ῦ γί­γνε­σθαι ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νε­ται στό Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό, πού μέ τήν ἔν­σαρ­κη πα­ρου­σί­α Τοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψε τή χρι­στο­λο­γι­κή καί χρι­στο­κεν­τρι­κή ρίζα καί προ­ο­­πτι­κή κά­θε πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καί ὁ­λό­κλη­ρης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας»[2]. Μέ τήν Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση ὁ ἄν­θρω­πος καί ὁ κό­σμος εἰ­σέρ­χον­ται πιά σέ κρί­ση ζω­ῆς καί θα­νά­του. Ὅ­λα πιά κρί­νον­ται ἀ­πό τή θέ­λη­ση καί τή δυ­να­τό­τη­τά τους νά ἐν­σω­μα­τω­θοῦν, νά ἐγ­κεν­τρι­σθο­ῦν στό Θε­αν­θρώ­πι­νο Σῶ­μα, νά ἀ­πο­κα­λύ­ψουν τό μυ­στή­ριό της προσ­λή­ψε­ως τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης στό Θε­αν­θρώ­πι­νο Σῶ­μα καί νά φα­νε­ρω­θεῖ ἔ­τσι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς προσ­λή­ψε­ως αὐ­τῆς στό μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ‘Τό ἀπρό­σληπτον, ἀ­θε­ρά­πευ­τον, ὅ δέ ἥ­νωται τῷ Θεῶ, τοῦτο καί σ­ώ­ζε­ται’, θά πεῖ ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος.

Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη εἶ­ναι ἡ κα­τα­γρα­φή μιᾶς  ἱστο­ρί­ας  ἱε­ρῆς – τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας τῆς κτί­σε­ως ἀ­πό τό Θε­ό καί Πα­τέ­ρα γιά τήν ὑ­πο­δο­χή το­ῦ Λό­γου, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰη­σο­ῦ Χριστοῦ, γρά­φτη­κε θε­ο­πνεύ­στως γιά νά προ­ε­τοι­μά­σει, νά προ­φη­τεύ­σει, νά ὑπο­τυ­πώ­σει τά πε­ρί το­ῦ Χρι­στοῦ καί τά πε­ρί τῆς ἐν Αὐτῷ Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας. Πλῆ­θος γε­γο­νό­των καί προρ­ρή­σε­ων στή Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἀ­να­φέ­ρον­ται ἀ­μέ­σως στό Χρι­στό καί οἱ Εὐ­αγ­γε­λι­κοί συγ­γρα­φεῖς θε­με­λι­ώ­νουν τά γρα­φό­με­να στήν Και­νή Δι­α­θή­κη στίς προρ­ρή­σεις καί στίς προ­τυ­πώ­σεις αὐ­τές. Ἡ πί­στη αὐ­τή καί δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας βρί­σκει τήν ἀ­πό­λυ­τη ἀν­τα­πό­κρι­σή της στήν ἴδια τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α το­ῦ Κυ­ρί­ου: «Εἰ γάρ ἐπιστεύετε Μωυσεῖ, ἐπιστεύετε ἀν ἐμοί. Πε­ρί γάρ ἐμοῦ ἐ­κεῖ­νος ἔ­γρα­ψεν». (Ἰ­ω­αν Ε΄, 45). Τά λό­για αὐ­τά το­ῦ Κυ­ρί­ου θέ­τουν τήν ἑρ­μη­νευ­τι­κή ἀ­φε­τη­ρί­α ὅ­λων τῶν πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῶν μεσ­σι­α­νι­κῶν ἀ­να­φο­ρῶν. Ὁ Ἰ­ου­δα­ϊ­κός κό­σμος, κα­θώς πα­ρα­τη­ροῦ­με σ’ ὁ­λό­κλη­ρη σχε­δόν τή γραμ­μα­τεί­α του, πο­ρεύ­θη­κε τήν ἱ­στο­ρι­κή του δι­α­δρο­μή μέ τήν ἐλ­πί­δα καί τή βε­βαι­ό­τη­τα τῆς ἀ­πο­στο­λῆς το­ῦ Μεσ­σί­α ἀ­πό τόν Για­χβέ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τή βα­σι­λι­κή του ἐ­ξου­σί­α καί δύ­να­μη θά κα­τε­τρό­πω­νε τούς ἐ­χθρούς τοῦ πε­ρι­ού­σιου λα­οῦ του, το­ῦ Ἰσ­ρα­ήλ καί θά θε­με­λί­ω­νε τήν παγ­κό­σμια κυ­ρι­αρ­χί­α αὐτοῦ κα­θώς καί τοῦ λα­οῦ του καί θά ὑ­πέ­τασ­σε τόν κό­σμον ὅλο στό Για­χβέ καί στό λα­ό του. Τού­τη ἡ προσ­δο­κί­α μέ τό σα­φέ­στα­το ἐ­σχα­το­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, βρί­σκει τήν ἀ­λη­θι­νή καί πλή­ρη ἑρ­μη­νευ­τι­κή της ἀ­πό­δο­ση καί ἀντα­πό­κρι­ση στήν Και­νή Δι­α­θή­κη καί στό Πρό­σω­πο το­ῦ Χρι­στοῦ, το­ῦ Ἰ­η­σο­ῦ ἀ­πό τή Να­ζα­ρέτ·.Ὁ Ἰη­σο­ῦς δέν εἶναι ὅμως ὁ Μεσ­σί­ας πού ἀ­νέ­με­νε ὁ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἀλ­λ’ ὁ Σω­τή­ρας Κύ­ριος, ὁ Θε­άν­θρω­πος, πού Σαρ­κώ­νε­ται γιά νά λυ­τρώ­σει τό κό­σμο ὅλο ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, ἀ­πό τήν ἐ­ξου­σί­α τῆς φθο­ρᾶς καί το­ῦ θα­νά­του, ἀ­πό τούς κο­σμο­κρά­το­ρες τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του. Πο­λε­μεῖ τό κα­κό, νι­κᾶ ἐν ἑ­αυ­τῷ τό θά­να­το. Ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη δέν ἐ­κμη­δε­νί­ζει τίς πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κές μεσ­σι­α­νι­κές ἀν­τι­λή­ψεις, ἀλ­λά τίς ἀ­πο­κα­θι­στᾶ στό γνή­σιο καί αὐ­θεν­τι­κό τους πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, κα­θώς τίς ἑρ­μη­νεύ­ει στό Πρό­σω­πο τοῦ Ἰ­η­σοῦ, πού ἐν τέ­λει Σταυ­ρώ­νε­ται καί Ἀ­να­στή­νε­ται γιά τή σω­τη­ρί­α το­ῦ κό­σμου. Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι κα­θώς μαρ­τυ­ρε­ῖται ἀ­πό ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἐ­πί­γει­ο βί­ο Του τό αὐ­θεν­τι­κώ­τε­ρο ἑρ­μη­νευ­τι­κό θε­μέ­λιο τῆς μεσ­σι­α­νι­κῆς προσ­δο­κί­ας: «Ὁ ἐξ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς Μεσ­σί­ας τῶν χρι­στια­νῶν, ὁ διά τῆς γεν­νή­σε­ως, τῆς ζω­ῆς, τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, το­ῦ θα­νά­του καί τῆς ἀ­να­στά­σε­ως νι­κή­σας ἐν ἑ­αυ­τῶ τόν θά­να­τον, με­τα­δί­δων δέ τήν ἀ­φθαρ­σί­αν καί ἀ­θα­να­σί­αν εἰς τούς με­τ' Αὐτοῦ ἡ­νω­μέ­νους πι­στούς ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις, δέν κα­τα­στρέ­φει τόν ὑ­πάρ­χον­τα κό­σμον ὡς κα­κόν καί ἀ­πό­βλη­τον..... ἀλ­λ' ἐν τῇ ζω­ῇ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐν τῇ ἀνα­στά­σει καί τῇ πα­λιγ­γε­νε­σί­ᾳ με­τα­μορ­φο­ῖ τόν κό­σμο καί τούς ἀν­θρώ­πους διά τῆς κα­τα­στρο­φῆς το­ῦ θα­νά­του καί τῆς φθο­ρᾶς»[3].

Αὐ­τά ὅ­λα ἀ­πο­τέ­λε­σαν ὅπως εἶ­ναι φυ­σι­κό τή θε­ο­λο­γι­κή ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ Ἀ­πο­στο­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Οἱ Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἐμ­πε­ρι­έ­χουν τή δι­δα­σκα­λί­α καί πί­στη τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας: ὁ Ἰ­ησ­οῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ θε­ό­πεμ­πτος Σω­τή­ρας, στό πρό­σω­πό Του ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται σύμ­πα­σα ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη. Σύμ­φω­να μέ ὅλα τοῦ­τα ἡ Πα­λαι­ά καί ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη συ­νι­στοῦν τή μί­α Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Τό κύ­ρος τῆς 'Αποκαλύψεως πού πε­ρι­έ­χε­ται στήν Πα­λαι­ά γί­νε­ται οὐ­σι­α­στι­κώ­τε­ρο μέ τήν ἐν Χρι­στῶ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῆς Και­νῆς, ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται, συ­νε­χί­ζε­ται καί ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ἀ­πό τή Και­νή. «Ὁ αὐ­τός Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται δι’ ἀμ­φο­τέ­ρων τῶν Δι­α­θη­κῶν, ὁ αὐ­τός δέ Χρι­στός ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἀν­τι­κεί­με­νον αὐ­τῶν, ἐν μέν τῇ πρώ­τῃ προ­φη­τευ­ό­με­νος καί προ­τυ­πού­με­νος, ἐν δέ τῇ δευ­τέ­ρᾳ ἐμ­φα­νι­ζό­με­νος καί κη­ρυτ­τό­με­νο­ς»[4]. Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. "Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­να­λυ­σι ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ὡς σύ­νο­λο πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται σάν Βίβλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σο­ῦ Χρι­στοῦ, υἱ­ο­ῦ Δαυ­ίδ, υἱοῦ 'Αβραάμ. Ἦ­ταν ἡ πε­ρί­ο­δος τῶν ὑ­πο­σχέ­σεων καί τῆς προσ­δο­κί­ας, ὁ χρό­νος τῶν δι­α­θη­κῶν καί τῶν προ­φη­τει­ῶν. Δέν ἦ­ταν μό­νο οἱ προ­φῆ­τες, πού ἐ­προ­φή­τευ­σαν. Καί τά γε­γο­νό­τα ἀ­κό­μη ἦ­ταν προ­φη­τεῖ­ες. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ἱ­στο­ρί­α ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­φη­τι­κή ἤ ‘τῶν τύ­πω­ν', ἕ­να προ­φη­τι­κό ση­μεῖ­ο πού ὑ­πο­δή­λω­νε καί κα­θω­δη­γο­ῦ­σε πρός τήν προ­ο­πτι­κή της ἐρ­χό­με­νης πλη­ρώ­σε­ως. Τώ­ρα ὁ χρό­νος τῆς προσ­δο­κί­ας ἐ­τε­λεί­ω­σε. Ἡ ὑ­πό­σχε­σις ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε. Ὁ Κύ­ριος ἦλ­θε. Καί ἦλ­θε γιά νά πα­ρα­μεί­νει μέ τό λα­ό Τοῦ παν­το­τει­νά. Ἡ ἱ­στο­ρί­α  σαρ­κός καί αἵμα­το­ς  ἔ­παυ­σε. Ἡ ἱ­στο­ρί­α το­ῦ Πνεύ­μα­τος ἄρ­χι­σε: ‘ἡ χά­ρις καί ἡ ἀ­λή­θεια διά Ἰ­η­σο­ῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το.' (Ἰ­ω­άν. Α΄, 17). Ἀλ­λά το­ῦ­το ὑ­πῆρ­ξε ἡ πλή­ρω­σις καί ὄχι ἡ κα­τα­στρο­φή το­ῦ πα­λαι­ο­ῦ»[5].

«Ἀ­δελ­φοί, ὅτε ἦλ­θε τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου, ἐ­ξα­πέ­στει­λεν ὁ Θε­ός τόν Υἱ­ον αὐ­το­ῦ γε­νό­με­νον ἐκ γυ­ναι­κός, γε­νό­με­νον ὑ­πό νό­μον, ἵνα τούς ὑ­πό νό­μον ἐ­ξα­γορά­σῃ, ἵνα τήν υἱ­ο­θε­σί­αν ἀ­πο­λά­βω­μεν.» (Γαλ. Δ΄, 4-5). Ὅ­λα τοῦ­τα συ­νο­ψί­ζουν τήν ἀ­λή­θεια, τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως το­ῦ Θε­ο­ῦ. Ζο­ῦ­με τή μαρ­τυ­ρί­α καί βε­βαι­ό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πώς ὁ Χρι­στός, εἶ­ναι πρό­σω­πο ἱ­στο­ρι­κό. «Ἄλ­λο τό­σο τό γε­γο­νός τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως πέ­ραν τῆς ἱ­στο­ρι­κό­τη­τάς του, ἦ­ταν καί πα­ρα­μέ­νει μυ­στή­ριο. Τό μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος  Ἰ­η­σοῦς, ὁ Ἔν­σαρ­κος Θε­ός Λό­γος: «Ὁ Θε­ός ἐ­νην­θρώ­πη­σεν ἵ­να ἡμε­ῖς θε­ο­ποιη­­θῶμεν».

Β. Ὑ­με­ῖς δέ τί­να μέ λέ­γε­τε εἶ­ναι;

Ὁ Χρι­στός τῶν αἱρέσεων καί ὁ Χρι­στός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἀ­φε­τη­ρί­α καί βά­ση τῆς Χρι­στο­λο­γι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πρώ­τι­στα ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη. Ὄ­χι μό­νον οἱ συγ­γρα­φεῖς τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, ἀλ­λά καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί Μα­θη­τές στίς Ἐ­πι­στο­λές καί στίς Πρά­ξεις τους, εἰ­κο­νο­γρα­φοῦν τό πρό­σω­πο το­ῦ  Ἰη­σο­ῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­λοι οἱ Και­νο­δι­α­θη­κι­κοί συ­γρα­φεῖς δα­νεί­ζον­ται ὀνόματα, ἐπίθετα και προσωνύμια ἀπό το γλωσσικό περιβάλλον για να εικονογραφήσουν τό πρόσωπο  τοῦ Κυρίου, στα ὁποία ὅμως προσδίδουν καινούργιο νόημα.

Ἡ προ­σω­νυ­μί­α ΚΥΡΙΟΣ πού ἀ­πο­δί­δε­ται στόν Ἰη­σο­ῦ, χρη­σι­μο­ποι­ούταν συ­χνά ἀ­πό τούς ἀρ­χαί­ους λα­ούς, ση­μι­τι­κούς καί μή, γιά νά δι­α­τυ­πω­θεῖ τό ἰ­σχυ­ρόν καί ἐ­ξου­σι­α­στι­κόν τῶν θε­ῶν τῶν ἡ­ρώ­ων, τῶν βα­σι­λέ­ων καί τῶν ἀρ­χόν­των. Ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ ση­μι­τι­κοί λα­οί χρη­σι­μο­ποι­οῦν τή λέ­ξη γιά τήν ὑ­πο­δή­λω­ση τῆς θε­ό­τη­τας καί τῆς κυ­ρι­αρ­χι­κῆς της ἐ­ξου­σί­ας. Ἡ Π. Δ. εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό τή χρή­ση τῆς λέ­ξης αὐ­τῆς- τό ἴ­διο καί ἡ ἰ­ου­δα­ϊ­κή καί ραβ­βι­νι­κή γραμ­μα­τεί­α.  Ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη, ὀ­νο­μά­ζει τό Θε­ό Κύ­ριο καί ἀ­πο­δί­δει τό ὄνο­μα αὐ­τό  στόν Ἰη­σο­ῦ, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας καί κα­τα­γρά­φον­τας ἤ­δη τήν Ἀ­πο­στολι­κή πί­στη πε­ρί τῆς Θε­ό­τη­τός Του. Τό ὄνο­μα ἀ­κό­μα αὐ­τό χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται πολ­λές φο­ρές μα­ζί μέ τό ἐ­πί­θε­το ΧΡΙΣΤΟΣ. Στήν Π Δ. καί στήν ἰ­ου­δα­ϊ­κή γραμ­μα­τεί­α ‘χρι­στό­ς’ εἶ­ναι ὁ χρι­σμέ­νος ἀ­πό τό Θε­ό, προ­φή­της, βα­σι­λέ­ας ἡ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας. Ὁ Ἰη­σο­ῦς τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ὁ κε­χρι­σμέ­νος ‘ἐν πνεύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ καί δυ­νά­μει’ ἀ­πό τό Θε­ό. Στήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τό ἐ­πί­θε­το Χρι­στός πού σύν τῷ χρό­νῳ γί­νε­ται ὄνο­μα κύ­ριο, ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Ἰη­σο­ῦς εἶ­ναι πρό­σω­πο ἱ­στο­ρι­κό πού προ­κα­ταγ­γέλ­θη­κε ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες, ὁ κε­χρι­σμέ­νος ἀ­πό τό Θε­ό, συγ­κεν­τρώ­νον­τας στόν ἑ­αυ­τό τοῦ τό βα­σι­λι­κό ἀ­ξί­ω­μα, ὅ­πως οἱ βα­σι­λεῖς καί οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Ἡ ἀ­πό­δο­ση βα­σι­λι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τος στό Θε­ό, ἦ­ταν συ­χνή στούς ἀρ­χαί­ους λα­ούς καί στούς Ἐ­βραί­ους. Τό ὄνο­μα βα­σι­λεύς προ­σι­διά­ζει στά θε­ο­κρα­τι­κά πο­λι­τεύ­μα­τα τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τος. Στήν Και­νή Δι­α­θή­κη ὁ Κύ­ριος Ἰη­σο­ῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ τε­χθείς βα­σι­λεύς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας πού προ­α­νήγ­γει­λαν οἱ προ­φῆ­τες στό λα­ό τῆς Βί­βλου. Ὁ Ἰη­σο­ῦς δέν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τόν Σταυ­ρω­θέν­τα καί Ἀ­να­στάν­τα Χρι­στό. Κα­τά  τήν ἴδια ἀ­πο­στο­λι­κή ἐμ­πει­ρί­α καί πί­στη ὁ Κύ­ριος Ἰη­σο­ῦς δέν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τόν ἴδιο τόν Σταυ­ρω­θέν­τα Χρι­στό. Στήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σο­ῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ Σταυ­ρω­θείς καί Ἀ­να­στάς, ὁ ἀρ­χη­γός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ Κύ­ριος τῆς βα­σι­λι­κῆς δό­ξης, τῆς δό­ξης τοῦ Σταυ­ροῦ καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.

Στό Θε­ό καί Κύ­ριο Ἰ­η­σο­ῦ Χρι­στό ἡ Κ. Δ ἀ­πο­δί­δει καί τήν προ­σω­νυ­μί­α Σω­τήρ. Σω­τήρ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού σώ­ζει, πού λυ­τρώ­νει, πού ἐ­λευ­θε­ρώ­νει. Στήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα τό ὄνο­μα Σω­τήρ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς ἐ­πώ­νυ­μο θε­ῶν καί ὁ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμός ἀ­πο­δί­δει αὐ­τό κυ­ρί­ως στό­ν Για­χβέ κα­θώς ἐ­πί­σης στούς Κρι­τές πού ἐ­θε­ω­ροῦν­το ὡς τύ­ποι το­ῦ Μεσ­σί­α πού ἀναμένονταν γιά νά λυ­τρώ­σει τόν Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πο τά δει­νά. Ἀλ­λά στή Και­νή Δι­α­θή­κη τό ὄνο­μα Σω­τήρ ἀ­πο­δι­δό­με­νο στόν Κύ­ριο Ἰη­σοῦ Χρι­στό ση­μαί­νει τή σω­τη­ρί­α ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α πού πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τό Χρι­στό, τή σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν τῶν ἀ­πο­λε­σμέ­νων παι­δι­ῶν τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Χρι­στός ἦλ­θε γιά νά σώ­σει τούς ἁ­μαρ­τω­λούς, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο Του εἶ­ναι τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς σω­τη­ρί­ας. Μό­νο στό Χρι­στό ὑ­πάρ­χει ἡ σω­τη­ρί­α δι­δά­σκει ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη. Ὅ­λες οἱ πρά­ξεις το­ῦ Χρι­στοῦ ἔ­χουν σω­τη­ρι­ώ­δη ση­μα­σί­α, καί κα­τ' ἐ­ξο­χήν σω­τη­ρι­ώ­δης πρά­ξη εἶ­ναι τό Πά­θος Του καί ἡ Ἀ­νά­στα­σή Του. Τή σω­τη­ρί­α πού ἑ­τοι­μά­ζει καί χα­ρί­ζει ὁ Χρι­στός ση­μα­το­δο­τεῖ ἡ με­τά­νοι­α, ἡ πί­στη καί ἡ ἔν­τα­ξη τῶν ἀν­θρώ­πων στή νέ­α οἰ­κο­γέ­νεια το­ΰ Θε­ο­ΰ, τήν Ἐκκλησία.

Δέν εἶ­ναι πάν­τως το­ῦ πα­ρόν­τος ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη μιᾶς ὀ­νο­μα­το­λο­γί­ας το­ῦ Ἰ­η­σο­ῦ καί γιά τοῦ­το πα­ρα­λεί­πε­ται ἡ ἀ­να­λυ­τι­κή ἀ­να­φο­ρά σέ ἄλ­λους τίτ­λους Του πού ἔ­χουν σπα­νι­ώ­τε­ρη ἤ συ­χνό­τε­ρη χρή­ση, ὅ­πως παῖς Θε­ο­ῦ, Υἱ­ός Θε­ο­ῦ καί Υἱ­ός ἀν­θρώ­που[6].  Ἐν­δι­α­φέ­ρει ἐ­ν προ­κει­μέ­νῳ ὁ βα­σι­λι­κός τίτ­λος το­ῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ Χρι­στός εἴ­δα­με ἤ­δη εἶ­ναι βα­σι­λιάς. Ἀλλά ὁ Χρι­στός ἐν­θρο­νί­ζε­ται ὡς βα­σι­λιάς το­ῦ και­νούρ­γιου κό­σμου το­ῦ Θε­ο­ῦ κα­τά τή Βάπτισή Του στόν Ἰ­ορ­δά­νη. Χρί­ε­ται βα­σι­λιάς ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο. Μέ τό Χρι­στό ξε­περ­νι­έ­ται ὁ πα­λιός κό­σμος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί ἀ­νοί­γε­ται ὁ κό­σμος τῆς και­νῆς Βα­σι­λεί­ας το­ῦ Θε­ο­ῦ, τῆς Βα­σι­λεί­ας, τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς εἰ­ρή­νης καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι βα­σι­λιάς, ἀλ­λά τό ἀ­ξί­ω­μα αὐ­τό ση­μαί­νει Δοῦ­λος καί Δι­ά­κο­νος πού ἔρ­χε­ται, ὄ­χι γιά νά τόν ὑ­πη­ρε­τή­σουν καί νά θυ­σια­στοῦν γι' αὐ­τόν οἱ ἄνθρωποι ἀλ­λά γιά νά ὑ­πη­ρε­τή­σει καί νά θυ­σια­στεῖ γιά τό λα­ό Του. Οἱ Ἑ­βραῖ­οι πε­ρί­με­ναν τόν Μεσ­σί­α σάν ἕ­ναν βα­σι­λιά πού θά τούς ἀ­πε­λεύ­θε­ρωνε ἀ­πό κά­θε ζυ­γό καί θά στε­ρέ­ω­νε τήν παγ­κό­σμια μο­νο­κρα­το­ρί­α του ὡς πε­ρι­ού­σιου λα­ο­ῦ τοῦ Θε­ο­ῦ, ἀλ­λά ὁ Χρι­στός δέν ἔρ­χε­ται γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει προ­σω­πι­κές καί ἐ­θνι­κές ἐ­πι­θυ­μί­ες κά φι­λο­δο­ξί­ες ἀλ­λά γιά νά με­τα­μορ­φώ­σει τόν κό­σμο ὅλο σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α - Ἐκ­κλη­σί­α τῆς ἀ­γά­πης Του, σέ Και­νή Κτί­ση καί Βα­σι­λεί­α. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι βα­σι­λιάς, ἀλ­λά τό με­γα­λεῖ­ο Του δέν εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη, ἡ βί­α καί ὁ νό­μος, ἀλ­λά δύ­να­μή Τοῦ  εἶναι ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ δό­ξα Του ὁ Σταυ­ρός, τό Πά­θος καί ἡ Ἀ­νά­στα­ση.

Για πολλούς αἰῶνες ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Χριστό ἦταν στό στόχαστρο τῶν πολλῶν και ποικίλων αἱρέσεων «Ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν και ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ και εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». (Λουκ. Β΄, 34). Γεμᾶτος χαρά ὁ γέρων Συμεών ὑποδέχεται καί βα­στᾶ στίς ἀγ­κά­λες του τόν σα­ραν­τα­ή­με­ρο Χρι­στό. Ἐ­κεῖ­νος πού χρό­νια πε­ρί­με­νε, Ἰ­δού!, ἔ­χει ἔλ­θει· Ὁ ‘ἠ­τοι­μα­σμε­νος κα­τά πρό­σω­πον πάν­των τῶν λα­ῶ­ν', εἶ­ναι τό ‘φῶς εἰς ἀ­πο­κά­λυ­ψιν ἐ­θνῶν’, καί θά κα­τα­στεῖ ‘­ση­μεῖ­ον ἀν­τι­λε­γό­με­νο­ν', πρό­σω­πο πού θά ἐγεί­ρει στό πέ­ρα­σμα τῶν αἰ­ώ­νων πολ­λές ἀμ­φι­σβη­τή­σεις καί συγ­κρού­σεις. Πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἴδιος ὁ Ἰη­σο­ῦς προ­κα­λεῖ τό ἐ­ρώ­τη­μα γιά νά ἐ­πι­βε­βαι­ω­θεῖ καί νά κα­τα­γρα­φεῖ ἤ­δη ἀ­πό τούς ἐ­πί­γει­ους χρό­νους Του αὐ­τή ἡ προ­φη­τι­κή ρή­ση το­ῦ γέ­ρον­τος Συ­με­ών. «Ὑ­μεῖς δέ τί­να μέ λέ­γου­σιν οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι;»· Ὁ Πέ­τρος δί­νει τε­λι­κά τήν ἀ­πάν­τη­ση πού θά ἀ­πο­τε­λέ­σει τό θε­μέ­λιο γιά τή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ἐ­πί­ση­μης πί­στης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τό Χρι­στό: «Σύ εἶ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θε­ο­ῦ το­ῦ ­ζῶν­τος»(Ματθ. ΙΣΤ΄, 13, 15).

Ὁ Ἄ­ρει­ος πρῶ­τος πλήτ­τει τήν Τρι­α­δο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­να­γο­ρεύ­ει τό Χρι­στό ὡς κτί­σμα το­ῦ Θε­ο­ῦ. Μό­νον ὁ Πα­τήρ εἶ­ναι ἄ­ναρ­χος καί ἄ­κτι­στος, ὁ Υἱός εἶ­ναι κτί­σμα, δέν ὑ­πῆρ­χε πρίν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ, ἄ­ρα δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀν­τέ­τα­ξε τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, γιά νά δη­λώ­σει τό ὁ­μο­ού­σιον το­ῦ Υἱο­ῦ μέ τόν Πα­τέ­ρα καί νά ση­μει­ώ­σει, πώς ἄν ὁ Χρι­στός δέν εἶ­ναι ὁ Θε­ός ἀλ­λά ἕ­νας τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος, τό­τε χά­νε­ται κά­θε πραγ­μα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα ἑ­νώ­σε­ως το­ῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Θε­ό, ἄρα καί ἡ σω­τη­ρί­α εἶ­ναι ἀ­νέ­φι­κτη, ἀ­φο­ῦ ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­σει τό Θε­ό, τό Θε­ό πού φα­νε­ρώ­νε­ται ἐν Χρι­στῷ. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Νε­στό­ριος θά πο­λε­μή­σει τή Χρι­στο­λο­γι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι μιά ἀν­θρώ­πι­νη ὕ­παρ­ξη κα­τά τήν οὐ­σί­α της, προι­κι­σμέ­νη μέ ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρί­σμα­τα ἀ­πό τό Θε­ό. Κα­τό­πιν ὁ Εὐ­τυ­χής, θά συ­νε­χί­σει τό ἔρ­γο το­ῦ Νε­στό­ριου, ἀν­τι­στρέ­φον­τάς το. Ὁ Χρι­στός συ­νι­στᾶ μιά φαι­νο­με­νι­κή πα­ρέμ­βα­ση το­ῦ Θε­ο­ῦ στό κό­σμο καί στήν ἱ­στο­ρί­α, μιά φαι­νο­με­νι­κή ἀν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σί­α το­ῦ Θε­ο­ῦ, ἕ­να ‘φάν­τα­σμα' ἀν­θρώ­που, πού δέν εἶ­ναι κα­τά τή οὐ­σί­α του ἄν­θρω­πος. Στήν πε­ρί­πτω­ση το­ῦ Εὐ­τυ­χοῦς εἰ­σά­γε­ται στήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἕνας ἀ­πα­ρά­δε­κτος δυ­α­λι­σμός, μιά ἀν­τί­λη­ψη πού ξε­χω­ρί­ζει ἀν­τι­θε­τι­κά καί πο­λώ­νει τό θεῖ­ο καί τό ἀν­θρώ­πι­νο, τό πνευ­μα­τι­κό καί τό ὑ­λι­κό, τό ἱ­ε­ρό καί τό βέ­βη­λο. Πρό­κει­ται γιά μιά ἀν­τί­λη­ψη στήν ὁ­ποί­α ἐλ­λο­χεύ­ει ὁ κίν­δυ­νος νά πε­ρι­φρο­νη­θεῖ ὅ,τι τό ὑ­λι­κό καί φυ­σι­κό, νά πε­ρι­φρο­νη­θεῖ καί νά μι­ση­θεῖ τό σῶ­μα το­ῦ ἀν­θρώ­που καί κά­θε λει­τουρ­γί­α το­ῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά πο­λε­μή­σει πει­σμα­τι­κά τίς αἱ­ρε­τι­κές ἀ­πο­κλί­σεις καί κα­κο­δο­ξί­ες. Μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, θά ἀν­τι­τα­χθεῖ στό Χρι­στό τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, θά ἀν­τι­τα­χθεῖ στήν ἰ­δέ­α ἐ­νός ἄ­σαρ­κου Θε­ο­ῦ, ἤ στήν ἰ­δέ­α ἐ­νός τέ­λει­ου ἠθι­κο­δι­δά­σκα­λου, ξέ­ρον­τας, πώς ἄν ὁ Χρι­στός δέν εἶ­ναι ὁ Θε­ός ὁ ἀ­λη­θι­νός, πού προσ­λαμ­βά­νει ‘ἐν Αὐ­τῷ’ πραγ­μα­τι­κά τόν ἄν­θρω­πο γιά νά τόν σώ­σει θε­ώ­νον­τάς τον, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος στόν αἰ­ώ­νιο θά­να­το. Ἀν­τί­θε­τα ἄν ὁ ἄν­θρω­πος ἑ­νώ­νε­ται ἀ­τρε­πτως, ἀ­ναλ­λοι­ώ­τως, ἀ­δι­αι­ρέ­τως καί ἀ­χω­ρί­στως, μέ τό Θε­ό, τό­τε ὁ θά­να­τος νι­κι­έ­ται τε­λει­ω­τι­κά, ἀ­φοῦ ὁ ἄν­θρω­πος ἐν­δύ­ε­ται καί χα­ρι­τώ­νε­ται τή θεί­α ζω­ή το­ῦ Χρι­στο­ῦ[7].

Ἡ Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος στή Χαλ­κη­δό­να θά κα­τα­γρά­ψει δογ­μα­τι­κά τήν ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη καί βι­ω­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τό Χρι­στό: «Εἵς καί ὁ αὐ­τός Χρι­στός ἐν δύο φύ­σε­σιν ἀ­συγ­χύ­τως, ἀ­τρέ­πτως, ἀ­δι­αι­ρέ­τως, ἀχω­ρί­στως, καί εἰς ἕν πρό­σω­πον καί μί­αν ὑ­πό­στα­σιν, ἕ­ναν καί τόν αὐ­τόν υἱόν καί μο­νο­γε­νῆ, τόν Θε­όν Λό­γον». Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος, ὁ Σαρ­κω­μέ­νος Υἱός το­ῦ Θε­ο­ῦ, τό δεύ­τε­ρό τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος Πρό­σω­πο. Στό ἕνα καί τό αὐ­τό Πρό­σω­πο αὐ­τό ἑ­νώ­νον­ται κατά τόν ὅρο τῆς Συ­νό­δου ἡ Θεί­α φύ­ση το­ῦ Λό­γου καί ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πού προ­σέ­λα­βε κα­τά τήν Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση. Μο­νο­γε­νής καί ὁ­μοού­σιος κα­τά τή θεί­α φύ­ση μέ τόν Πα­τέ­ρα, ὁ­μο­ού­σιος κα­τά τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μέ τόν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ἐ­κτός ἁ­μαρ­τί­ας, τέ­λει­ος Θε­ός καί τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος.

Τού­τη ἡ δογ­μα­τι­κή δι­α­τύ­πω­ση τῆς πί­στης καί τῆς ἐμ­πει­ρί­ας, ποι­ά ση­μα­σί­α μπο­ρεῖ νά ἔ­χει γιά τόν κό­σμο καί τόν ἄν­θρω­πο; Εἶ­ναι ἄ­ρα­γε ἀ­κα­δη­μα­ϊ­σμός ἤ ἡ ζῶ­σα ἀ­λη­θι­νή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἀ­λη­θι­νή καί πι­στή κα­τα­γρα­φή ἑ­νός ὑ­πέρ­τα­του μυ­στη­ρί­ου ποῦ ἄλ­λο τέ­τοι­ο πο­τέ δέν γνώ­ρι­σε ὁ κό­σμος; Σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, πρό­κει­ται γιά ἕ­να μυ­στή­ριο πού σά τέ­τοι­ο δέν μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ καί νά γνω­στο­ποι­η­θεῖ λο­γι­κά καί νο­η­τι­κά, ἀνήκει στή δύναμη καί στή σοφία, στήν ἀγάπη προπάντων τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μά ἔκθαμβη ἐμπειρία καί πίστη πού ἔχει τίς ρίζες της στήν ἴδια τή θέα τοῦ Σταυρωμένου καί Ἀναστημένου Χριστοῦ, ἀπό τούς πρώτους Μαθητές καί τούς Ἀποστόλους, μιά βαθιά πίστη καί ἐμπειρία πού παραδίδεται στό λαό τοῦ Θεοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων καί ζωντανεύει ἀέναα στή χαρά τῆς Εὐχαριστίας, στή κοινωνία τοῦ Σταυρωμένου καί Ἀναστημένου Σώματος. Κανείς ὀρθολογισμός δέν μπορεῖ νά σβήσει αὐτή τή δίψα καί τήν πείνα τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων ὁ λαός τοῦ Θεοῦ γλυκαίνεται στή κοινωνία τοῦ Χριστοῦ, σταυρώνεται καί ἀναστήνεται μαζί Του μέσα στήν Εὐχαριστία, στό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, βιώνοντας καί προσβλέποντας στήν ἐσχατολογική τελείωση τοῦ κόσμου καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στή Καινή Βασιλεία Του.

Γ. «Ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα»14. (Κολ. Α΄16)

Τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως ἀνήκει στήν προαιώνια βούληση τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα Στήν προοπτική τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀξία τῆς κτίσεως καί ὅλης τῆς Δημιουργίας συνοψίζεται καί ἀνακεφαλαιώνεται στό Χριστό, στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Στούς Πατέρες τό ‘ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία’, ὑποδηλώνει ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶναι τό προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐνανθρώπηση ὑπῆρχε στή βούληση τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό δέν θά μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ, ἄν δέν ὑπῆρχε τό συγκεκριμμένο πρόσωπο, στό ὁποῖο θά ἑνωνόταν ὑποστατικά ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ Ἐνανθρώπηση ἦταν τό τέλος τῆς Δημιουργίας. Ἡ κτίση ὅλη καί ὁ ἄνθρωπος ἔγιναν γιά τόν Θεάνθρωπο[8].

Ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τή τελευταία φάση τῆς ὑπερφυσικῆς Ἀποκάλυψης καί τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας. Αὐτός εἶναι ἡ δύναμη γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ μετά τό Χριστό περίοδος εἶναι ἡ τελευταῖα φάση τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας, πού ὁδηγεῖ στά ἔσχατα, στόν μέλλοντα αἰώνα, στήν αἰώνια τελείωση, ἐκεῖ ὅπου τά πάντα ἕλκονται ἀπό τό Χριστό. Στό Χριστό βρίσκουμε οἱ ἄνθρωποι τό νόημα τῆς ὕπαρξής μας, στήν ἀπόλυτη ἕνωση μέ Αὐτόν, βρίσκεται ἡ τελείωση, ἡ ἕνωση μέ τό Θεό. «Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ μέ τή συμμετοχή, στή τελείωση, στόν ἀπόλυτο πόθο μας. Γι’ αὐτό πέρα ἀπό τήν ἐνσάρκωση καί τήν ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου δέν μποροῦν πιά νά γίνουν ἄλλες ἐνέργειες τῆς ὑπερφυσικῆς Ἀποκάλυψης οὐσιαστικά καινούργιες. Ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας ἔχει τώρα σκοπό νά δώσει σέ κείνους πού πιστεύουν τήν εὐκαιρία νά γίνουν ἱκανοί γιά τήν πλήρη συμμετοχή στό προσωπικό Ἀπόλυτο, μαζί μέ τό Χριστό, ἐν Χριστῷ»[9].

Ἡ βι­βλι­κή ἑ­βδό­μη ἡ­μέ­ρα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, ἀρ­χί­ζει μέ τήν ἀ­νά­παυ­ση τοῦ Θε­οῦ, μέ τή Θε­ϊ­κή εὐ­φρο­σύ­νη τοῦ κα­λοῦ λί­αν κό­σμου πού συγ­κε­φα­λαι­ώ­νε­ται στό πρό­σω­πο τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ ‘κα­τ' εἰ­κό­να καί κα­θ' ὁ­μοί­ω­σι­ν' Θε­οῦ δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι κε­κλη­μέ­νος καί ἐ­πι­φορ­τι­σμέ­νος μέ τή βα­σι­λι­κή ἀ­πο­στο­λή νά πραγ­μα­τώ­σει ‘ἐν ἀ­γά­πῃ καί ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ’ τήν πλή­ρη ἕ­νω­σή του καί τήν ἕ­νω­ση τῆς κτί­σης ὁ­λό­κλη­ρης μέ τόν Κτί­στη Θε­ό. Ἀ­πό ἔ­δω ἡ ἡ­μέ­ρα ἡ ἑ­βδό­μη, ση­μα­δεύ­ε­ται ἀ­πό τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῆς Θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης καί τό σε­βα­σμό τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἀ­πό τόν ἴ­διο τό Θε­ό. Ἡ ἑ­βδό­μη ἡ­μέ­ρα ση­μα­δεύ­ε­ται ἀ­πό τή κλή­ση τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ἐν ἐ­λευ­θε­ρί­α στό θέ­λη­μά Του. Ἡ Βί­βλος, ὡς ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἐ­κλεγ­μέ­νου λα­οῦ, τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, εἶ­ναι ἡ ἔμ­πρα­κτος ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Θε­οῦ, καί ταυ­τό­χρο­να ἡ ἔκ­δη­λη ἀ­νά­δει­ξη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀ­δυ­να­μί­ας νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στή κλή­ση αὐ­τή.  Ἀλ­λά μέ­σα στήν ἀ­νέκ­κλη­τη ἔκ­φρα­ση τῆς Θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης καί| τῆς ἀν­θρώ­πι­νης τρα­γω­δί­ας, ἡ Τρι­α­δι­κή ἀ­γά­πη ἑ­τοι­μά­ζει τήν ἔ­λευ­ση Ἐ­κεί­νου τοῦ ἠ­τοι­μα­σμέ­νου προ­αι­ω­νί­ως γιά νά πλή­ξη τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α μέ τήν ἀ­γά­πη καί τή θυ­σί­α Του. Ἡ Θε­ϊ­κή σο­φί­α ἑ­τοι­μά­ζει τόν ἐρ­χο­μό Του καί παι­δα­γω­γεῖ πο­λυ­τρό­πως καί πο­λυ­με­ρῶς τό λα­ό Του καί τόν κα­θο­δη­γεῖ στήν ἱ­στο­ρι­κή του ὅ­δευ­ση.

Ἡ πρώ­τη δη­μι­ουρ­γί­α τε­λει­ώ­νει τήν ἑ­βδό­μη ἡ­μέ­ρα, ἀλ­λά τό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ, ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν Ὄ­γδο­η ἡ­μέ­ρα πού φα­νε­ρώ­νε­ται μέ τό Χρι­στό. Ὁ ἀ­να­στάς Ἰ­η­σοῦς ἐγ­και­νιά­ζει τήν Ὄ­γδο­η ἡ­μέ­ρα, τήν ἡ­μέ­ρα της ἀ­να­δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου. Στόν αἰ­ώ­να τοῦ­το ὁ Θε­ός μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, ἐρ­γά­ζε­ται ἐν Χρι­στῷ καί ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι τήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κή τε­λεί­ω­ση τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου. Ὁ Χρι­στός σαρ­κώ­νει στό Πρό­σω­πο Του τή Θε­ϊ­κή ἀ­γά­πη καί ἐ­λευ­θε­ρί­α· ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη θυ­σι­α­στι­κή τοῦ ἀ­γά­πη λει­τουρ­γεῖ ὡς κλή­ση ἀ­έ­να­ης ἀν­τα­πό­κρι­σης γιά τόν ἄν­θρω­πο καί τό κό­σμο· μέ τήν ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­γα­πη­τι­κοί Του θυ­σί­α καί τήν Ἀ­νά­στα­ση Του ὁ Χρι­στός πλήτ­τει τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α καί συν­τρί­βει τούς ποι­κί­λους ἐ­χθρούς πού λε­η­λα­τοῦν τό κτι­στό κό­σμο καί τόν αἰχ­μα­λω­τί­ζουν στό σκό­τος τοῦ θα­νά­του. Στήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κη ὅ­δευ­ση τοῦ και­νοῦ αἰ­ώ­να ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη καί τό φῶς γιά τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ Θε­ϊ­κοῦ σχε­δί­ου στά ἔ­σχα­τα της ἱ­στο­ρί­ας, γιά τήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κη τε­λεί­ω­ση καί τήν ἕ­νω­ση τοῦ κτι­στοῦ μέ τόν Κτί­στη, μί­α ἕ­νω­ση πού γιά νά ἔ­χει ἀ­ξί­α ἔ­πρε­πε καί πρέ­πει νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ μο­νά­χα ‘ἐν ἀ­γά­πῃ καί  ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ', ἀ­φοῦ αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη καί αὐ­τή ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι τά μό­να πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­κα­λύ­ψουν ἀρ­ρή­τως τό Θε­ό. Ἄλ­λω­στε γιά ποι­ά ἀ­γά­πη καί γιά ποι­ά ἐ­λευ­θε­ρί­α μπο­ρεῖ νά γί­νει λό­γος, ἄν αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη δέν σέ­βε­ται τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α,  ἄν αὐ­τή ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α δέν καρ­πο­φο­ρεῖ μέ­σα στή χά­ρη καί τή χα­ρά τῆς ἀ­γά­πης. Πό­ση ἀ­ξί­α μπο­ρεῖ νά ἔ­χει μί­α ἀ­νε­λεύ­θε­ρη ἀ­γά­πη καί μί­α ἀ­νέ­ρα­στη ἐ­λευ­θε­ρί­α; πῶς μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἀ­γα­πᾶ ἀ­ναγ­κα­στι­κά; πῶς μπο­ρεῖ νά Εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ὅ­ταν πε­ρι­χα­ρα­κώ­νε­ται στήν ἀ­νέ­ρα­στη ἀ­το­μι­κό­τη­τα πού ἀρ­νεῖ­ται πει­σμα­τι­κά τήν ἐκ-στα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά, - ἀ­να­φο­ρά καί αὐ­το­προ­σφο­ρά ἀ­γά­πης θυ­σι­α­στι­κῆς καί αὐ­τα­πάρ­νη­σης πρός τόν σύμ­παν­τα κό­σμο, ὅ­ταν εἶ­ναι γνω­στό πώς, ἀ­νε­λευ­θε­ρια εἶ­ναι ἡ αἰχ­μα­λω­σί­α στίς δυ­νά­μεις τοῦ κό­σμου πού ἀ­μαυ­ρώ­νουν τή Θε­ϊ­κή εἰ­κό­να στό ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο καί δι­χά­ζουν τό κό­σμο τοῦ Θε­οῦ;.

Ὁ Χρι­στός ἔρ­χε­ται ἀ­πό ἀ­γά­πη, εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Δη­μι­ουρ­γί­α ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή Δη­μι­ουρ­γι­κή ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καί Πα­τέ­ρα Ὁ Δη­μι­ουρ­γός Θε­ός κι­νού­με­νος ἀ­πό ἀ­γά­πη δη­μι­ουρ­γεῖ καί τε­λει­ώ­νει α­γα­πη­τι­κά τή Δη­μουρ­γί­α Του ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τό σκο­πό της πού εἶ­ναι ἡ ἀ­γα­πη­τι­κή κοι­νω­νί­α της μέ Αὐ­τόν, «..μέ τή σάρ­κω­ση Του ὁ Λό­γος κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ‘πάν­τα πε­ρι­έ­λα­βε καί ἐν ἑ­αυ­τῷ ἐ­νυ­πέ­στη­σε­ν', γι­νό­με­νος ‘τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι αὐ­τός ὁ Θε­ό­ς', ἀ­κρι­βῶς μέ­σω τῆς ἀ­λη­θι­νῆς καί πλή­ρους ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως πού προ­σέ­λα­βε. Αὐ­τός ἦ­ταν ἐξ ἀρ­χῆς ὁ σκο­πός τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ον ἐ­ξέ­πε­σε, καί ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­κε ἐν Χρι­στῷ. Νά φτειά­ξει αὐ­τός ὁ ‘μι­κρό­κο­σμο­ς' ἀ­πό τόν κό­σμο ἕ­ναν ‘μα­κρο­άν­θρω­πο' ἐ­νυ­πο­στα­σι­α­σμέ­νο στό  Λό­γο. Ὁ ἄν­θρω­πος μέ τήν ἀ­γά­πη του, ἐ­νο­ποι­ών­τας τόν κό­σμο καί προ­σά­γον­τάς τον κα­τά τήν Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ σ' Αὐ­τόν, θά ἐ­ξε­πλή­ρω­νε τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στόν κό­σμο ὁ­δη­γών­τας τον στήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κή πλη­ρό­τη­τα"[10]. Τό ἀ­γα­πη­τι­κό τοῦ­το μυ­στή­ριο τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται στό πρό­σω­πο τοῦ τε­λει­ό­τε­ρου τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των, ἀν­θρώ­που. Στήν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ σκο­ποῦ αὐ­τοῦ, τήν ‘ἐν σαρ­κί’ ἕ­νω­ση τοῦ ἄν­θρω­που καί τοῦ Θε­οῦ, ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τη καί φα­νε­ρώ­νε­ται πάν­το­τε ὡς ἀ­έ­να­η θυ­σί­α καί αὐ­το­προ­σφο­ρά ἀ­γά­πης. Κο­ρυ­φαί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Λό­γου.

Ὁ Χρι­στός ἔρ­χε­ται ἀ­πό ἀ­γά­πη γιά νά ἑ­νώ­σει ‘ἐν ἑ­αυ­τῷ' καί μέ τό Θε­ό τόν ἄν­θρω­πο. Ἐν­δύ­ε­ται τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καί διά τῆς ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ρη­σε­ως τῆς Θεί­ας καί ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως στό Πρό­σω­πό Του ἐν­σαρ­κώ­νει καί πραγ­μα­το­ποι­εῖ τό δη­μουρ­γι­κό ἀ­γα­πη­τι­κό Τρι­α­δι­κό θέ­λη­μα τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ κτι­στοῦ μέ τό Ἄ­κτι­στο. Στό πρό­σω­πο τοῦ Λό­γου ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ Δη­μι­ουρ­γί­α καί ὁ σκο­πός της καί μά­λι­στα κα­τά τρό­πο πραγ­μα­τι­κό καί ἱ­στο­ρι­κό. Ἡ ‘ἐν Χρι­στῷ' Θε­αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α εἶ­ναι τό μυ­στή­ριον καί ὁ σκο­πός τοῦ κό­σμου. Ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Υἱ­οῦ καί Λό­γου ἀ­πο­κα­λύ­πτει καί χα­ρί­ζει τή Τρι­α­δι­κή ἀ­γά­πη στό κό­σμο, εἶ­ναι δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς ἀ­πό­λυ­της ἑ­νώ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Τρι­α­δι­κό Θε­ό, πού πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ‘ἐν Χρι­στῷ καί ἐν Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι καί ἐν­τός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στήν ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι και­νή κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ ἕ­νω­ση μέ τό Χρι­στό, καί δι’ αὐ­τῆς ἡ ἕ­νω­ση μέ τόν Πα­τέ­ρα. «Ἡ κοι­νω­νί­α αὐ­τή εἶ­ναι, λοι­πόν, ἡ πρώ­τη πραγ­μα­τι­κό­της γι­γνο­μέ­νη ἐν τῆ Δη­μι­ουρ­γί­α, δρᾶ ἐν χρό­νῳ καί ἐν τόπω.Ἔχει πλήρως τούς χαρακτήρας τοῦ αἰτίου τῆς Δημιουργίας- τῆς ἀγάπης - τοῦ κατ' ἐξοχήν στοιχείου αὐτῆς - τῆς σαρκός- καί τῆς κοινωνίας τῶν δυό εἰς τόν τέλειον βαθμόν ὑπ' Ἐκείνου, ὁ ὁποιος μόνον ἔχει τήν δυνατότητα ταύτην, ἤτοι ὑπό του ἐνσαρκωθέντος δημιουργικοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ...Ὁ Χριστός, κατά ταῦτα, εἶναι διά τήν Κ. Διαθήκην ἡ ἕνωσις, ἡ συμπερίληψις πάσης κινήσεως πρός γνῶσιν, ἀπό τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐν ἀγάπῃ ἀρχομένης καί ἐν Ἐαυτῷ μέσῳ τῆς διά τοῦ Σταυροῦ σωτηρίας καί τῆς Ἀναστάσεως τελειουμένης καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν ἑνί ἑκάστῳ ἡμῶν πραγματοποιούμενης»[11].

«Ἐν αὐ­τῶ συ­νέ­ο­τη­κε τά πάν­τα»: εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῶν σχέ­σε­ων Δη­μι­ουρ­γοῦ καί Δη­μι­ουρ­γί­ας, καί ταυ­τό­χρο­να ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ σκο­ποῦ της πού εἶ­ναι ἡ Θε­αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α. Τό­πος καί τρό­πος, χῶ­ρος καί χρό­νος τῆς '­εν Χρι­στῷ' συ­στά­σε­ως τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, τό σῶ­μα τοῦ Ζῶν­τος Χρι­στοῦ, ὁ πα­ρα­τει­νό­με­νος στούς αἰ­ῶ­νες Χρι­στόςΓ Στην Ἐκ­κλη­σί­α τό κτι­στό ὁ­λό­κλη­ρο γί­νε­ται φο­ρέ­ας τῆς Θε­ό­τη­τος, Σῶ­μα δη­λα­δή Χρι­στοῦ, ἐγ­κεν­τρί­ζε­ται ζω­ο­ποι­η­μέ­νο ἀ­πό τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στό Κυ­ρια­κό Σῶ­μα. Ἤ­δη ὁ Χρι­στός, ὁ Ἐν­σαρ­κος Λό­γος ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ἐ­πε­κτεί­νε­ται μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί προσ­λαμ­βά­νει τό κό­σμο. «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι μί­α στα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Ἀ­πο­τε­λεῖ μιά δυ­να­μι­κή με­τα­μορ­φω­τι­κή κί­νη­ση. Εἶ­ναι ὁ ἀ­έ­να­ος μέ­σα στό χῶ­ρο καί τό χρό­νο γά­μος τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α του, ἡ δια­ρκῆς ἀ­νά­κρα­ση τοῦ κτι­στοῦ μέ τό ἄ­κτι­στο. Σ' αὐ­τή τήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­σύγ­χυ­τη ἀ­νά­κρα­ση τῆς κτι­στῆς μέ τήν ἄ­κτι­στη φύ­ση, ἡ κτί­ση ἀ­να­χω­νεύ­ε­ται μέ­σα στήν σάρ­κα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­να­συγ­κρο­τεῖ­ται μυ­στη­ρια­κά, με­τα­μορ­φώ­νε­ται, γί­νε­ται καί ζῆ ὡς Σῶ­μα Χρι­στοῦ»[12]. Καί ἄν ἀ­κό­μα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­έ­να­η ἀ­νά­κρα­ση κτι­στοῦ καί Ἀ­κτί­στου, ἄν ἀ­κό­μα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ση­μαί­νε­ται ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις, τό­τε εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς τού­τη ἡ ἀ­νά­κρα­ση μπο­ρεῖ νά συν­τε­λε­σθεῖ μό­νον ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στό μυ­στή­ριο τῶν μυ­στη­ρί­ων, τήν Εὐ­χα­ρι­στί­α. Ἡ Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ἐν τέ­λει ὁ τρό­πος καί ὁ χρό­νος τῆς συ­νε­χοῦς ἐν­σω­μα­τώ­σε­ως, τοῦ ἀ­έ­να­ου ἐγ­κεν­τρι­σμοῦ τοῦ κτι­στοῦ στό Κυ­ρια­κό Σῶ­μα. Στήν Εὐ­χα­ρι­στί­α ὁ Χρι­στός Σαρ­κώ­νε­ται ἱ­στο­ρι­κά. Στήν Εὐ­χα­ρι­στί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἱ­στο­ρι­κά καί ἐ­σχα­το­λο­γι­κά τό μυ­στή­ριο τῆς Θε­αν­θρω­πι­νό­τη­τος, τῆς προσ­λή­ψε­ως τοῦ κτι­στοῦ ἀ­πό τό Ἄ­κτι­στο στό Πρό­σω­πο τοῦ Λό­γου. «Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ σαρ­κω­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα τῶν πάν­των, καί κά­θε με­το­χή στήν ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή εἶ­ναι ἐμ­πει­ρί­α ἐν­σω­μα­τώ­σε­ως στό Κυ­ρια­κό Σῶ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο αὐ­τό καί μό­νο εἶ­ναι ἡ ζῶ­σα στούς αἰ­ῶ­νες πραγ­μά­τω­ση τῆς κοι­νω­νί­ας Θε­οῦ, ἀν­θρώ­που καί κτί­σε­ως. Καί πρό­κει­ται γιά κοι­νω­νί­α προ­σω­πι­κή ἐ­πι­τε­λού­με­νη ἐν ἀ­γά­πῃ ἐ­φ' ὅ­σον ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α κτι­στοῦ καί Θε­οῦ μέ­σα σέ ἕ­να καί τό Αὐ­τό Πρό­σω­πο - ἀ­φοῦ ὁ Θε­ός Λό­γος προσ­λαμ­βά­νει στήν Ὑ­πό­στα­σή Του, στό Πρό­σω­πό Του, τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καί δ' αὐ­τῆς σύμ­πα­σα τή κτί­ση - γι' αὐ­τό ἄλ­λω­στε... διά τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή ἡ ὑ­πο­στα­τι­κῆ ἑ­νό­τη­τα κτι­στοῦ καί ἀ­κτί­στου στό ἕ­να Πρό­σω­πο του Χρι­στοῦ πού με­τα­δί­δε­ται κα­τά χάριν καί σ' ὅ­λη τήν ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νη κτί­ση»[13].

Δ. Ἡ Ἐν­σάρ­κω­ση ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καί τό μυ­στή­ριο της Εὐ­χα­ρι­στί­ας.

Ἡ Σάρ­κω­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἕ­να γε­γο­νός καί μυ­στή­ριο δι­πλό: Στό μυ­στή­ριο τῆς Σαρ­κώ­σε­ως ὁ Θε­ός προσ­λαμ­βά­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­φ' ἐ­νός καί ἀ­φ' ἑ­τέ­ρου ὁ ἄν­θρω­πος προσ­λαμ­βα­νό­με­νος ἀ­πό τό Θε­ό ζεῖ τή Θεί­α ζω­ή Του. Ἡ Σάρ­κω­ο­η εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ καί ἡ εἴ­σο­δός του στήν ἱ­στο­ρί­α Στό μυ­στή­ριο τῆς Σαρ­κώ­σε­ως ὁ ἀ­πρό­σι­τος καί ἀ­ό­ρα­τος στόν κτι­στό κό­σμο Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται καί ἡ ἄ­πει­ρη φι­λαν­θρω­πί­α καί ἀ­γά­πη Τοῦ σπά­ζει τίς ἀ­πο­στά­σεις μέ τό κτι­στό, γε­φυ­ρώ­νει τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἀ­πό­στα­ση καί πραγ­μα­το­ποι­εῖ τήν ἀρ­χέ­γο­νη ἐ­πι­θυ­μί­α Του πού εἶ­ναι ἡ ἕ­νω­ση τοῦ κτι­στοῦ ἐν Αὐ­τῷ. Καί αὐ­τό τό ἐρ­γά­ζε­ται μέ τήν πρόσ­λη­ψη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης ἀ­πό ἕ­να πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τό Λό­γο. Ὁ Λό­γος φο­ρεῖ τήν ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα πού τοῦ χά­ρι­σε ἐξ ὀ­νό­μα­τος τοῦ κό­σμου ἡ Παρ­θέ­νος, γί­νε­ται ὁ­ρα­τός καί προ­σι­τός ἀ­πό τά κτί­σμα­τά Του. Ἡ σάρ­κα τοῦ Λό­γου ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό Θε­ό στόν κό­σμο καί με­τα­δί­δει σ’ αὐ­τόν τή Θεί­α ζω­ή Του. Καί προσ­λαμ­βά­νον­τας ὁ Θε­ός τήν ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα τήν ὑψώνει σέ κα­τοι­κί­α - να­ό τοῦ Θε­οῦ καί σέ Θεί­α σάρ­κα, τή θεώνει. Σάρ­κα στήν ἑ­βρα­ϊ­κή γλώσ­σα ση­μαί­νει ὄ­χι μο­νά­χα τό σῶ­μα, ἀλ­λά ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἄν­θρω­πο. Ἔ­τσι ὁ Λό­γος δέν προσ­λαμ­βά­νει μο­νά­χα τό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα ἀλ­λά ὅ­λο τόν ἄν­θρω­πο. Στό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἑ­νω­νό­μα­στε πραγ­μα­τι­κά μέ τό Θε­ό. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά γρά­ψει ὁ Φλω­ρόφ­σκυ,  «εἶ­ναι τό ἔρ­γο τοῦ Θε­οῦ ἐ­πά­νω στή γῆ. Εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης Του πα­ρου­σί­ας, ἡ ἐ­νοί­κη­ση Του μέ­σα στό κό­σμο... Στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στό θε­αν­θρώ­πι­νό της ὀρ­γα­νι­σμό, πραγ­μα­τώ­νε­ται συ­νε­χῶς τό μυ­στή­ριο τῆς Σαρ­κώ­σε­ως, τό μυ­στή­ριο τῶν ἀ­δι­ά­λυ­τα ἑ­νω­μέ­νων δυ­ό φύ­σε­ων, τῆς θεί­ας καί τῆς ἀν­θρω­πί­νης, ἡ πλη­ρό­τη­τα τῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, μιᾶς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ὄ­χι μό­νο τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί τοῦ ἀν­θρώ­που»[14].

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ὅ­πως ὁ Χρι­στός, ἡ ἀ­σύγ­χυ­τη ἕ­νω­ση τοῦ Θεί­ου καί τοῦ ἀν­θρω­πί­νου ἡ ἀ­νά­κρα­ση τοῦ κτι­στοῦ μέ τό Ἄ­κτι­στο. Στόν τό­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας συν­τε­λοῦν­ται οἱ μυ­στι­κοί Γά­μοι τοῦ Χρι­στοῦ μέ τόν ἀ­γα­πη­μέ­νο λα­ό Του, μέ ὅ­λη Του τή Δη­μι­ουρ­γί­α Αὐ­τή ἡ ἕ­νω­ση εἶ­ναι ἡ προ­αι­ώ­νια ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἔ­γι­νε γιά νά χα­ρεῖ τή κοι­νω­νί­α μέ τό Θε­ό, καί ὁ μι­κρό­κο­σμος ἄν­θρω­πος κλή­θη­κε νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αὐ­τή τή κοι­νω­νί­α Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος κα­τ' εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ ἔ­χει κλη­θεῖ νά τεί­νει πρός τήν Εἰ­κό­να - τό Χρι­στό πού εἶ­ναι ἡ Εἰ­κών τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­ο­ρά­του, νά ἑ­νω­θεῖ δη­λα­δή ὑ­πο­στα­τι­κά μέ τό Θε­ό καί Λό­γο γιά νά γί­νει τε­λι­κά μέ­σα στήν Εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ κα­τά χά­ριν ὅ­μοι­ός Του, κα­τά χά­ριν εἰ­κό­να Του, δη­λα­δή νά θε­ω­θεί κα­τά χά­ριν. Τού­τη ἡ ἐ­σχα­το­λο­γι­κή ὅ­δευ­ση πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα στό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού εἶ­ναι τό Σῶ­μα τοῦ πα­ρα­τει­νό­με­νου στούς αἰ­ῶ­νες Χρι­στοῦ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι εἰς τούς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων ὁ τό­πος τῆς δια­ρκοῦς Σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ, ὁ τό­πος τῆς ἀ­έ­να­ης προσ­λή­ψε­ως τοῦ κτι­στοῦ ὑ­πό τοῦ Ἀ­κτί­στου. Εἶ­ναι ὁ τρό­πος καί ὁ τό­πος τῆς συγ­κα­τα­βαί­νου­σας καί ἀ­πο­κα­λυ­πτό­με­νης ἀ­γά­πης καί φι­λαν­θρω­πί­ας τοῦ Θε­οῦ καί τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἀ­γα­πη­τι­κῆς ἀ­πο­δο­χῆς καί αὐ­το­πα­ρα­δό­σε­ως τοῦ κτι­στοῦ στή Θεί­α ἀ­γά­πη, ὁ τό­πος τῆς δί­ψας καί τῆς πεί­νας τοῦ ἀ­να­με­νό­με­νου σω­τή­ρα καί βα­σι­λιά, τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης συγ­κα­τά­θε­σης τοῦ ἀν­θρω­που στό Θεῖ­ο θέ­λη­μα [15].

Ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, εἶ­ναι ὁ λει­τουρ­γι­κός τό­πος, ὅ­που ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ ξα­να­ζεῖ τό θαῦ­μα τῆς Θεί­ας Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως, εἶ­ναι ὁ τό­πος τῆς δια­ρκοῦς συ­ναν­τή­σε­ως τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ μέ τό Χρι­στό, τῆς δια­ρκοῦς ἀ­μοι­βαί­ας ἐ­νοι­κή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ λα­οῦ Του. Ἡ Θεί­α φύ­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται καί προ­σέρ­χε­ται γιά νά ἑ­νω­θεῖ μυ­στι­κά στό μυ­στή­ριο τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καί νά ἀ­πο­τε­λε­στεῖ τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τό Θε­αν­θρώ­πι­νο Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ τό μυ­στή­ριο τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας λαμ­βά­νου­με μέ­σα μας τό Χρι­στό. Στή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως εἶ­ναι ὁ Χρι­στός πού μας προσ­λαμ­βά­νει καί μᾶς ἑ­νώ­νει στή Θεί­α Του σάρ­κα, μᾶς Χρι­στο­ποι­εῖ καί μας Θε­ο­ποι­εῖ. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μέ τήν ὑ­πο­στα­τι­κή ἕ­νω­σή της μέ τή Θεί­α φύ­ση, ζω­ο­ποι­εῖ­ται στήν Εὐ­χα­ρι­στί­α οἱ πι­στοί ζω­ο­ποι­οῦν­ται ἀ­πό τή κοι­νω­νού­με­νη Θε­ό­τη­τα. Τό μυ­στή­ριο της Εὐ­χα­ρι­στί­ας δέν εἶ­ναι μό­νον ὁ τό­πος τῆς συ­σταυ­ρώ­σε­ως καί τῆς συ­να­να­στά­σε­ως μέ τό Χρι­στό, δέν εἶ­ναι μο­νά­χα ὁ τό­πος τοῦ σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μου ἀ­να­βα­πτι­σμοῦ μας στή ζω­ή Τοῦ εἶ­ναι ὁ τό­πος τῆς ἑ­νώ­σε­ως τοῦ ἀν­θρω­πί­νου με­τά τοῦ Θεί­ου, ὁ τό­πος ὅ­που ὄ­χι μο­νά­χα τε­λε­σι­ουρ­γεῖ­ται ἡ Σταύ­ρω­ση καί ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Ἐ­ναν­θρω­πι­σθέν­τος Λό­γου, ἀλ­λά καί ὁ τό­πος τῆς δια­ρκοῦς πραγ­μά­τω­σης τοῦ Χρι­στο­λο­γι­κοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ἀ­σύγ­χυ­της ἕ­νω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό, ὁ τό­πος τῆς δια­ρκοῦς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ.[16].

Ἡ Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ὁ τό­πος καί ὁ τρό­πος τῆς συ­νε­χοῦς ἐν­σω­μα­τώ­σε­ως τοῦ κτι­στοῦ στό Κυ­ρια­κό Σῶ­μα Ἡ Εὐ­χα­ρι­στια­κή ἐν­σάρ­κω­ση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἡ δι­η­νε­κής πα­ρου­σί­α τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς Του ἐν­σαρ­κώ­σε­ως. Ὁ Χρι­στός μέ τό μυ­στή­ριό της ἐ­νυ­πο­στά­σε­ως τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως ‘θε­ο­πρε­πῶς τά πάν­τα εἰς ἑ­αυ­τόν ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­σα­το'. Τό ἴ­διο καί ὁ ἄν­θρω­πος προ­σχω­ρών­τας στόν τρό­πο ὑ­πάρ­ξε­ως τοῦ Χρι­στοῦ προ­σκο­μί­ζει σύμ­πα­σα την κτί­ση πρός ζω­ο­ποί­η­ση μέ­σα στήν εὐ­χα­ρι­στια­κή κα­θο­λι­κό­τη­τα τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος. Στήν Εὐ­χα­ρι­στί­α γί­νε­ται συγ­κε­κριμ­μέ­νη ἡ ἀλ­λα­γή τοῦ τρό­που ὑ­πάρ­ξε­ως τῆς φύ­σε­ως τῶν ὄν­των: ἡ κα­τά χά­ριν εἰ­σα­γω­γή της στόν τρό­πο τῆς θεί­ας τρι­α­δι­κῆς προ­σω­πι­κῆς κοι­νω­νι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως, τήν ὁ­ποί­αν συγ­κρο­τεῖ ὁ Πα­τήρ, ἡ κα­τά χά­ριν εἰ­σα­γω­γή τοῦ κό­σμου καί τῆς ἱ­στο­ρί­ας διά τοῦ ἀν­θρώ­που στό μυ­στή­ριο τῆς Ἐ­νυ­πο­στά­σε­ως στήν και­νή κτί­ση τοῦ ἀ­να­στη­μέ­νου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, στό ὄν­τως εἶ­ναι,....Κα­τά τίς βαθ­μί­δες ὀν­το­λο­γι­κῆς ἐν­σω­μα­τώ­σε­ως στό ζῶν Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ὅ­που τό ἀν­θρώ­πι­νο καί κο­σμι­κό εἶ­ναι, προσ­λαμ­βα­νό­με­νο μέ­σω τῶν εὐ­χα­ρι­στια­κῶν ἐν­σαρ­κώ­σε­ων στή θε­ω­μέ­νη σάρ­κα τοῦ Κυ­ρί­ου με­τα­μορ­φώ­νε­ται βαθ­μια­ία, γί­νε­ται δη­λα­δή Ἐκ­κλη­σί­α καί σώ­ζε­ται διά τῆς Σαρ­κός καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ[17].

Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α σύμφωνα με ὀρισμένους λειτουργικούς Πατέρες ( Θεόδωρος Ἀνδίδων, ψευδοΣωφρόνιος Ἱεροσολύμων κ.λ.π), στή τε­λε­τουρ­γι­κή της ἐ­πι­τέ­λε­ση, ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νει τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ καί ὁ­λό­κλη­ρη τήν Οἰ­κο­νο­μί­α τῆς σω­τη­ρί­ας πού συν­τε­λέ­σθη­κε μ' αὐ­τή. Ἔ­τσι ἡ Λει­τουρ­γί­α ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Πρό­θε­ση πού λει­τουρ­γι­κά συμ­βο­λί­ζει τό σπή­λαι­ο τῆς Βη­θλε­έμ. Ἡ Βη­θλε­έμ εἶ­ναι ὁ τό­πος τῆς ‘ἐν σαρ­κί' φα­νε­ρώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ καί γι' αὐ­τό ἡ λει­τουρ­γι­κή φα­νέ­ρω­σή Του ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τήν Πρό­θε­ση. Ἐ­κεῖ προ­σκο­μί­ζου­με τόν ἄρ­το -τά πρό­σφο­ρα πού εἶ­ναι ἡ σάρ­κα τοῦ κό­σμου, ἡ σάρ­κα τῆς Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας γιά νά γεν­νη­θεῖ ἐξ αὐ­τῆς, ἐξ αὐ­τοῦ τοῦ ἄρ­του ὁ οὐ­ρά­νιος ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς. Ὁ Δι­ά­κο­νος προ­ε­τοι­μά­ζον­τας τά Δῶ­ρα γιά τήν προ­σκο­μι­δή συμ­βο­λί­ζει τόν Ἄγ­γε­λο πού ἀ­ναγ­γέλ­λει στή Μα­ρί­α τό Χαῖ­ρε καί τῆς γνω­ρί­ζει τό χαρ­μό­συ­νο μή­νυ­μα τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας στε­κό­με­νος μπρο­στά στή Πρό­θε­ση γιά νά ἑ­τοι­μά­σει τά Τί­μια Δῶ­ρα ἀ­παγ­γέ­λει ὕ­μνους τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων. ‘Ἑ­τοι­μά­ζου Βη­θλε­έμ, ἤ­νοι­κται πά­σιν ἡ Ἐ­δέμ...’. Ἡ Λει­τουρ­γι­κή τε­λε­σι­ουρ­γί­α τῆς Ἐν­σαρ­κώ­σε­ως θά συ­νο­δευ­τεῖ μέ τά Ἀν­τί­φω­να ἤ τά Τυ­πι­κά γιά νά δη­λω­θεῖ πώς ὁ ἐρ­χό­με­νος Κύ­ριος εἶ­ναι αὐ­τός πού ἀ­πό αἰ­ῶ­νες ἔ­χει ἀ­ναγ­γελ­θεῖ, καί θά ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ μέ τή ψαλ­μω­δί­α τοῦ ‘Ὁ Μο­νο­γε­νής Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ...' σέ συν­δυα­σμό μέ τό Τρι­σά­γιο Ὕ­μνο γιά νά δη­λω­θεῖ πώς ὁ σαρ­κού­με­νος καί ἐρ­χό­με­νος εἶ­ναι ἕ­νας ‘τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος συν­δο­ξα­ζό­με­νος τῷ Πα­τρί καί τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι...'. Λί­γο πρίν τήν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, κα­τά τή ψαλ­μω­δί­α τοῦ Τρι­σά­γιου Ὕ­μνου, ὁ Λει­τουρ­γός πλη­σιά­ζει εὐ­χό­με­νος καί δο­ξο­λο­γών­τας, τήν Πρό­θε­ση: «Εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου»

Ἡ Πρό­θε­ση –κατά τη νεότερη αγιογραφική παράδοση- ἁ­γι­ο­γρα­φεῖ­ται μέ τήν Εἰ­κό­να τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, κα­θώς ἁρ­μό­ζει στόν λει­τουρ­γι­κό συμ­βο­λι­σμό της, ἀλ­λά καί γιά το­νι­σθεῖ μέ τήν Εἰ­κό­να ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως, σέ μιά μυ­στι­κή ἐ­πα­να­συ­νάν­τη­ση τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τῆς νί­κης δη­λα­δή τῶν εἰ­κό­νων καί ἐ­κεί­νου πού αὐ­τή ἑ­ορ­τά­ζει καί οἰ­κου­με­νι­κά καί δι­α­χρο­νι­κά δι­α­κη­ρύσ­σει: τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως. Ἐ­κεῖ στή Πρό­θε­ση - Βη­θλε­έμ, ὅ­που συγ­κα­τέ­βη­κε ὁ Χρι­στός γιά νά συ­ναν­τή­σει τό κό­σμο, ἐ­κεῖ, εἰς τούς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων, στήν ἀ­έ­να­η τε­λε­σι­ουρ­γί­α τῆς Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ὁ κό­σμος προ­σφέ­ρει ἑ­αυ­τόν στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, ἐ­κεῖ ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ προ­σφέ­ρει τό κό­σμο καί τόν ἑ­αυ­τό του, - τό ψω­μί καί τό κρα­σί - γιά νά ἑ­τοι­μα­θεῖ πρός ὑ­πο­δο­χή τοῦ Θε­οῦ, νά ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ στό κτι­στό κό­σμο ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Ἀ­κτί­στου Θε­οῦ, νά ἀ­να­δει­χθεῖ ἀ­πό ἐ­κεῖ ὁ Κύ­ριος τοῦ Σταυ­ροῦ, τοῦ Τά­φου, τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καί τῆς ‘ἐκ δε­ξι­ῶν κα­θέ­δρα­ς', νά με­τα­μορ­φω­θεῖ ὁ κτι­στός κό­σμος μέ­σα στήν ἀ­γά­πη Του, σέ και­νή κτί­ση ἐν Χρι­στῷ καί ἐν 'Αγίω Πνεύ­μα­τι.

Ε. Ἡ συ­νέρ­για στή σω­τη­ρί­α. Χά­ρη καί ἐ­λευ­θε­ρί­α. Ἡ Πα­να­γί­α.

Ὅ­ταν ὁ Θε­ός τῆς ἀ­γά­πης ἐρ­γά­ζε­ται τή σω­τη­ρί­α σέ­βε­ται ἀ­πό­λυ­τα τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἱ­στο­ρί­α τῆς σω­τη­ρί­ας, ὅ­πως τήν ἐρ­γά­ζε­ται ὁ Θε­ός, εἶ­ναι πρό­κλη­ση στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α Ἡ ἴ­δια ἡ Δη­μι­ουρ­γι­κή εὐ­θύ­νη πού ἀ­νε­τέ­θη ἀ­πό τό Δη­μι­ουρ­γό Θε­ό στόν ἄν­θρω­πο, προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἐ­λεύ­θε­ρη συγ­κα­τά­θε­ση τοῦ συν - δη­μι­ουρ­γοῦ ἀν­θρώ­που στό ἔρ­γο καί τή χα­ρά τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἡ Πτώ­ση εἶ­χε ὡς πλαί­σιο τῆς την ἐ­λευ­θε­ρί­α αὐ­τή, ἦ­ταν αὐ­τή κα­θ' ἑ­αυ­τή ἀρ­νη­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση στό δη­μι­ουρ­γι­κό κά­λε­σμα τοῦ Θε­οῦ, ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πό τό Θε­ό, κα­λεῖ­ται νά ἀ­παν­τή­σει μέ τή χρή­ση τῆς προ­σω­πι­κῆς του ἐ­λευ­θε­ρί­ας στό Τρι­α­δι­κό κά­λε­σμα. Ἐ­λεύ­θε­ρα ὁ ἄν­θρω­πος δι­ά­λε­ξε ἀ­νά­με­σα στή ζω­ή καί στό θά­να­το, ἐ­λεύ­θε­ρα ἀρ­νή­θη­κε τό Θε­ό καί Πα­τέ­ρα του. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ εἶ­ναι μιά πε­ρι­πέ­τεια ἐ­κλο­γῆς ἀ­νά­με­σα στή ζω­ή καί στό θά­να­το, στή ζω­ή κον­τά στό Θε­ό πού σώ­ζει καί χα­ρι­τώ­νει καί στό δι­ά­βο­λο πού κα­τα­στρέ­φει καί θα­να­τώ­νει. Ὁ Ἄ­σω­τος ταῆς πα­ρα­βο­λῆς καί ὁ Φι­λεύ­σπλαγ­χνος Πα­τέ­ρας, ἐν­σαρ­κώ­νουν καί νο­η­μα­το­δο­τοῦν τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Καί τε­λι­κά ὅ­πως ἡ Πτώ­ση συν­τε­λέ­σθη­κε ἐ­λεύ­θε­ρα, ἔ­τσι καί ἡ σω­τη­ρί­α προ­ο­ρί­ζε­ται νά συν­τε­λε­σθεῖ μέ τόν ἀ­πό­λυ­το σε­βα­σμό ἀ­πό τόν ἐρ­χό­με­νο Σω­τή­ρα Θε­ό τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας. «Ἰ­δού ἔ­στη­κα ἐ­πί τήν θύ­ραν καί κρού­ω». Ὁ Χρι­στός ἐν­σαρ­κώ­νει τού­τη τή και­νή πρό­κλη­ση στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α Προ­σέρ­χε­ται χω­ρίς νά πα­ρα­βιά­ζει τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἔρ­χε­ται γιά νά σώ­σει ἀ­λη­θι­νά, για­τί ξέ­ρει κα­λά πώς κα­μιά σω­τη­ρί­α δέν ἔ­χει ἀ­ξί­α, ἄν αὐ­τή ἐ­πι­χει­ρη­θεῖ ἐκ­βι­α­στι­κά, κα­τα­πι­ε­στι­κά καί μα­γι­κά. Τό μυ­στή­ριο τοῦ Θα­νά­του καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ἀ­νή­κει στό χῶ­ρο τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Καί ἡ ἀ­λη­θι­νή καί γνή­σια Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γνω­ρί­ζει κα­λά πώς ὁ­πο­τε­δή­πο­τε τό μυ­στή­ριο τῆς σω­τη­ρί­ας ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε νά ἐ­πι­βλη­θεῖ κα­ταγ­κα­στι­κά, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­παυ­ε νά εἶ­ναι μυ­στή­ριο τοῦ Σταυ­ροῦ καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καί με­τα­βαλ­λό­ταν σέ ἁ­πλή θρη­σκεί­α. Στήν Εὐ­χα­ρι­στια­κή ἐ­σχα­το­λο­γι­κή ὅ­δευ­ση ἡ Πα­ρου­σί­α τοῦ Πα­ρα­κλή­του Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, χα­ρι­τώ­νει τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐν Χρι­στῷ καί ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­να­δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου, ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α δε­σπό­ζουν γιά νά κα­τα­ξι­ώ­σουν στήν ἐ­σχά­τη καί ἀ­λη­θι­νή τε­λεί­ω­ση.

Ὅ­ταν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στή Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά γί­νε­ται λό­γος καί γιά τήν Μη­τέ­ρα ἐ­κεί­νη πού ἔ­φε­ρε στή δι­κή της σάρ­κα τόν Κύ­ριο, πού μέ τή δι­κή της σάρ­κα σάρ­κω­σε τόν ἄ­σαρ­κο καί στή δι­κή της μή­τρα χώ­ρε­σε τόν ἀ­χώ­ρη­το. Ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα ἤ­δη ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς ἁ­γι­ά­ζε­ται καί χα­ρι­τώ­νε­ται, γί­νε­ται κε­χα­ρι­τω­μέ­νη κα­θώς τήν λαμ­πρύ­νουν ὅ­λα τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ καί ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη πά­να­γνη σάρ­κα της κυ­ο­φο­ρεῖ γιά νά γεν­νή­σει τόν Γεν­νή­το­ρα τῆς κτί­σε­ως. Ἡ Μα­ρί­α εἶ­ναι τό τέ­λος τῆς Ἱ­στο­ρί­ας τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ λα­οῦ, τό δέν­δρο πού φύ­τρω­σε πά­νω στή ρί­ζα τοῦ Ἰ­εσ­σαί, εἶ­ναι ἡ ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν προσ­δο­κι­ῶν τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, τό τε­λευ­ταῖ­ο πρό­σω­πο τοῦ λεί­μα­τος, πού μέ τό Πνεῦ­μα του ὁ Θε­ός χα­ρί­τω­σε γιά νά φέ­ρει στό κό­σμο τό Χρι­στό. Ἡ Μα­ρί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ τε­λι­κά, ὅ,τι κα­νέ­νας ἄλ­λος ἀ­πό τά ἱ­ε­ρά πρό­σω­πα τῆς Π.Δ. δέν κα­τόρ­θω­σε. Δί­νει τήν ἄ­σπι­λη σάρ­κα τῆς στό Θε­ό. Ἡ  Πα­να­γί­α Μα­ρί­α σαρ­κώ­νον­τας τόν Κύ­ριο τῆς σω­τη­ρί­ας, σαρ­κώ­νει ταυ­τό­χρο­να μέ τή δι­κή της συγ­κα­τά­θε­ση τή συμ­φω­νί­α, τή συγ­κα­τά­θε­ση καί τή θέ­λη­ση τοῦ κό­σμου στό νά σαρ­κω­θεῖ ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας. «Ἰ­δού ἡ δού­λη Κυ­ρί­ου γέ­νοι­τό μοι κα­τά τό ρῆ­μα σου». Στή γλώσ­σα τῆς Βί­βλου δοῦ­λος ση­μαί­νει αὐ­τός πού γί­νε­ται συ­νερ­γός τοῦ Θε­οῦ στό ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ πά­σχων δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ κα­τά τή Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, για­τί ἐρ­γά­ζε­ται τό Τρι­α­δι­κό θέ­λη­μα τῆς σω­τη­ρί­ας. Καί ἡ Μα­ρί­α γί­νε­ται δού­λη τοῦ Θε­οῦ, γιά νά ὑ­πη­ρε­τή­σει αὐ­τό τό θέ­λη­μα. Ἡ Μα­ρί­α μέ τήν ἐ­λεύ­θε­ρη θέ­λη­ση τῆς δέ­χε­ται ὁ­λό­καρ­δα νά ὑ­πη­ρε­τή­σει τα­πει­νά τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ γιά τή σω­τη­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Στό πρό­σω­πο τῆς Μα­ρί­ας, στή σάρ­κα τῆς κε­χα­ρι­τω­μέ­νης παρ­θέ­νου Πα­να­γί­ας ἡ κτί­ση προ­σφέ­ρει τή σάρ­κα της γιά νά γεν­νη­θεῖ ὁ ἄ­σαρ­κος καί ἄ­ναρ­χος Θε­ός.

Αὐ­τή ἡ χα­ρού­με­νη καί ἐ­λεύ­θε­ρη συγ­κα­τά­θε­ση τῆς Παρ­θέ­νου γί­νε­ται πλέ­ον στή ζω­ή τοῦ λα­οῦ ὁ ἀ­πα­ρά­βα­τος ὅ­ρος γιά νά σαρ­κώ­νε­ται ἀ­έ­να­α στή ζω­ή του ὁ Χρι­στός, γιά νά καρ­πο­φο­ρεῖ τό θέ­λη­μα καί ἡ χά­ρη τῆς Τρι­α­δι­κῆς ἀ­γά­πης γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καί τοῦ κό­σμου. Χρει­ά­ζε­ται αὐ­τή ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη συγ­κα­τά­θε­ση τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, γιά νά καρ­πί­σει τό Θεῖ­ο Τρι­α­δι­κό θέ­λη­μα. Ἡ  Ἠ­θι­κή του Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­ναι «μιά ἠ­θι­κή θε­ό­νο­μη, μιά ἠ­θι­κή θε­αν­θρώ­πι­νης συ­νερ­γα­σί­ας. Μιά ἠ­θι­κή πού ἀ­σκοῦ­με, ὅ­ταν ἡ ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση ἤ ἐ­λευ­θε­ρί­α ὑ­περ­βαί­νει καί ἀρ­νεῖ­ται κά­θε αὐ­τό­νο­μη ἤ ἐ­τε­ρό­νο­μη ἔκ­πτω­ση ἤ ἐ­ξα­σθέ­νη­σή της, ἤ ὅ­ταν ἡ θέ­λη­ση ἤ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α μας πα­ρα­δί­νε­ται καί συ­μορ­φώ­νε­ται πρός τή θεί­α θέ­λη­ση ἤ χά­ρη... ἡ ἠ­θι­κή εἶ­ναι ἀ­γά­πη πρός τό Θε­ό... δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς θέ­μα ἀν­θρώ­πι­νης δρα­στη­ρι­ό­τη­τας,  ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὑ­πα­κο­ή στή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι καρ­πός θε­αν­θρώ­πι­νης συ­νερ­γα­σί­ας.... Ἡ ἀ­σκη­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μας πλη­ρο­φο­ρεῖ.... ὅ­τι στήν ὁ­δό τῆς ἀ­σκη­σε­ως καί τῆς ἀ­θλή­σε­ως, τῆς αὐ­ξή­σε­ως καί τῆς προ­κο­πῆς τῆς ἀ­να­πλη­ρώ­σε­ως καί τῆς θε­ώ­σε­ως ὁ ἄν­θρω­πος δέν εἶ­ναι μό­νος... Τά πάν­τα στό Χρι­στι­α­νι­σμό εἶ­ναι θε­αν­θρώ­πνα, εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα συ­νερ­γί­ας χά­ρης καί ἐ­λευ­θε­ρί­ας»[18].

ΣΤ. "Ζῶ δέ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζεῖ δέ ἐν ἐ­μοί Χρι­στός".' Ἐ­πι­λο­γι­κό.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τή λα­τρεί­α της, μέ τά μυ­στή­ρια καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α γί­νε­ται ὁ τό­πος καί ὁ τρό­πος τῆς ἀ­έ­να­ης Ἐν­σάρ­κω­σης τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ὁ τό­πος τῆς δια­ρκοῦς προσ­λή­ψε­ως τοῦ κτι­στοῦ ἀ­πό τό Ἄ­κτι­στο. Ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση φα­νε­ρώ­νει τό και­νό τρό­πο τῆς συ­νάν­τη­σης Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­που, μιά συ­νάν­τη­σης πού τήν πε­ρι­γρά­φει καί τήν ὁ­ρο­θε­τεῖ ἡ συ­νέρ­για Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­που γιά τήν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς σω­τη­ρί­ας καί τῆς θέ­ω­σης. Ἀ­πό τό Θε­ό δί­νε­ται ἡ και­νούρ­για δυ­να­τό­τη­τα καί ἡ χά­ρη γιά νά φτά­σει ὁ ἄν­θρω­πος στή θέ­ω­ση. Ἀλ­λά τώ­ρα ἀ­παι­τεῖ­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἀν­τα­πό­κρι­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ προ­σω­πι­κή του θέ­λη­ση νά προ­σφέ­ρει ἐ­λεύ­θε­ρα τόν ἑ­αυ­τό του στήν ἐ­πί­τευ­ξη καί τήν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα τῆς συ­νέρ­γιας. Καί ὁ πλέ­ον γνή­σιος καί αὐ­θεν­τι­κός τό­πος καί τρό­πος γιά νά γί­νουν καί νά τε­λε­σφο­ρή­σουν ὅ­λα αὐ­τά, εἶ­ναι τά μυ­στή­ρια της Ἐκ­κλη­σί­ας, ἰ­δι­αί­τε­ρα τό μυ­στή­ριο τῶν μυ­στη­ρί­ων ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, ἐ­κεῖ ὅ­που σω­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ μυ­στι­κή συ­νάν­τη­ση καί ἕ­νω­ση τοῦ Θε­οῦ μέ τόν ἄν­θρω­πο[19].

Μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί μέ τήν Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Λό­γου νι­κῶν­ται ὁ θά­να­τος, ἡ φθο­ρά καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α, συν­τρί­βε­ται τό πα­ρά­λο­γο καί τό κα­κό καί ὅ­λα πιά μπο­ροῦν νά ζή­σουν σάν σέ μιά και­νούρ­για κτί­ση, νά ζή­σουν μιά και­νή ζω­ή, μιά ζω­ή Θε­αν­θρώ­πι­νη. Μέ τήν Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση ὁ ἄν­θρω­πος προ­σοι­κι­ώ­νε­ται τή χά­ρη τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας τῆς σω­τη­ρί­ας καί πλέ­ον προ­σκα­λεῖ­ται στόν ἀ­γώ­να τῆς προ­σω­πι­κῆς καρ­πο­φο­ρί­ας. Ἡ ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας γί­νε­ται ὁ τό­πος μιᾶς και­νῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τας, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος μέ τή ὑ­πα­κο­ή τοῦ στό Θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως αὐ­τό φα­νε­ρώ­νε­ται στή κα­θο­λι­κό­τη­τα τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στό Κυ­ρια­κό Σῶ­μα καί γί­νε­ται πρό­σω­πο κα­θώς ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐν ἀ­γά­πῃ τήν κοι­νω­νί­α μέ τό Πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ Λό­γου. «Τό πᾶν εἶ­ναι νά αἰ­σθά­νε­ται κα­νείς, μέ τήν πα­ρά­κλη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μέ­σα στή χά­ρη τῆς ἔν­σαρ­κης πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ ἤ νά ζεῖ ἀ­δι­ά­λει­πτα ἐν Χρι­στῷ...Ὅ­λος ὁ ἀ­γώ­νας τοῦ πι­στοῦ στό στά­διο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­σκή­σε­ως καί αὐ­ξή­σε­ως, συ­νί­στα­ται στό νά αἰ­σθαν­θεῖ πραγ­μα­το­ποι­ού­με­νο στόν ἑ­αυ­τό τοῦ τό σκο­πό τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως... Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ὁ ἀ­δα­πά­νη­τος πλοῦ­τος τῆς Ἐν­σαρ­κώ­σε­ως ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι. Οἱ ρί­ζες τῆς βρί­σκον­ται στό με­τα­ϊ­στο­ρι­κό καί συγ­χρό­νως ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που, δη­λα­δή στήν αὐ­τουρ­γί­α καί στή χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»[20]. Ὁ­λό­κλη­ρο τό πε­ρι­ε­χό­με­νο καί ὁ σκο­πός τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι νά κα­τορ­θώ­σου­με τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα μας καί τή ζω­ή τή δι­κή μας μέ­σα στό Χρι­στό, νά ζή­σου­με τή θε­αν­θρώ­πι­νη πλη­ρό­τη­τα μέ­σα στή Χά­ρη τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πεύ­μα­τος. Ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος θά πε­ρι­γρά­ψει τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς πού εἶ­ναι: «ἡ μί­μη­ση Χρι­στοῦ ἐν τῷ μέ­τρῳ τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως, κα­τά τό ἐ­πι­βάλ­λον τῇ ἑ­κά­στου κλή­σει»[21].

 

Ιωάννης Κανιολάκης

Θεολόγος

Δ/ντής 3ου Γυμνασίου Ρεθύμνου

 

 

 


[1] Ἰδι­ό­με­λο Ὄρ­θρου­ τῶν Χρι­στου­γέν­νων.

[2] Μ. Καρ­δα­μά­κη, Ὀρ­θό­δο­ξη Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα,  σελ. 100.

[3] Σ. Ἀ­γου­ρί­δη,  Βι­βλι­κά με­λε­τή­μα­τα, σελ. 97-106.

[4] Γ. Γα­λί­τη, Ἑρ­μη­νευ­τι­κά, σελ. 582..

[5] Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Θέ­μα­τα Ὀρ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας, σελ. 48-49.

[6] Για τά ὀνόματα τοῦ Ἰησοῦ, δές ἀναλυτικά, στο Γ. Γαλίτη, Ἑρμηνευτικά τῆς Κ.Δ.

[7] Σχε­τι­κά στό: Χ. Γαν­να­ρά, Ἀλ­φα­βη­τά­ρι τῆς πί­στης.

[8] Ἱ. Βλάχου, Οἱ Δεσποτικές ἑορτές, σέλ. 43.

[9] Δ. Στανιλοάε, Ὁ Θεός, κόσμος, ὁ ἄνθρωπος, σέλ. 64-65.

[10] Ν. Λουδοβίκου,  Ἡ  Εὐχαριστιακή ὀντολογια,   σελ..206

[11] Σχετ. στό. Ν. Νησιώτη. Προλεγόμενα εἰς τήν θεολογική γνωσιολογίαν. σελ. 65- 56, 159-160

[12] Π. Νέλλα, Ζῶον Θεούμενον,  σελ. 161.

[13] Ν. Λουδοβίκου, Ἡ Ευχαριστιακή ὀντολογία, σελ. 191

[14] π. Γ. Φλωρόφσκυ. Θέματα ὀρθοδόξου Θεολογίας, σελ. 191

16 Π. Νέλλα, Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὁ θεοκεντρικός ἀνθρωπισμός. Σύναξη 59./  1996

[16] ἀρχ. Χρ. Σταυροπούλου, Κοινωνοί Θείας φύσεως, σελ 77-90.

[17] Ν. Λουδοβίκου, Ἡ  Εὐχαριστιακή ὀντολογία, σελ. 120, 276, 278, 274.

[18] Μ. Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, σελ 95....

[19] σχετ. Γ. Πατρώνου, Ἡ Θέωση τοῦ ἀνθρώπου, σελ. 115-122.

[20] Μ. Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, σελ. 108, 109.

[21] Μ. 31, 128

Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 25 Ιανουάριος 2011 21:46  

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση